Στο ερώτημα δημοτικών και δημοσίων υπαλλήλων, για το ποιες είναι οι συνέπειες - κι αν υπάρχουν πειθαρχικές κυρώσεις - σε περίπτωση αδικαιολόγητης απουσίας από την υπηρεσία, απαντά, σήμερα, το epoli.gr σε συνεργασία με τη νομική ομάδα, ειδική επί εργατικών θεμάτων.
Η αδικαιολόγητη απουσία υπαλλήλου από την υπηρεσία επιφέρει σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3528/2007 περικοπή μισθού όταν η απουσία οφείλεται σε υπαιτιότητα του υπαλλήλου. Παρόμοια πρόβλεψη περιέχεται και στο άρθρο 25 του ν.4354/2015 (Φ.Ε.Κ. Α’ 176/2015), στο οποίο προβλέπεται ότι δεν καταβάλλονται αποδοχές όταν ο υπάλληλος από υπαιτιότητα του δεν παρέσχε υπηρεσία καθόλου ή εν μέρει.
Γεννάται σε πολλές περιπτώσεις το ερώτημα αν οι συγκεκριμένες προβλέψεις αποτελούν πειθαρχικής φύσεως ποινή ή αν, εκτός από την περικοπή του μισθού, μπορεί να επιβληθεί στον υπάλληλο που απουσιάζει αδικαιολόγητα και κάποια πειθαρχική ποινή.
Από τις διατάξεις του ν.3528/2007 (Δημοσιοϋπαλληλικός Κώδικας) σχετικά με τα πειθαρχικά παραπτώματα και τις πειθαρχικές ποινές, όπως και από τις όμοιες διατάξεις του ν.3584/2007 (Κώδικας Κατάστασης Δημοτικών Υπαλλήλων), όπως αμφότεροι έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν, προκύπτει ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα είναι απολύτως συγκεκριμένα και ρητώς καθορισμένα στο Νόμο, όπως απολύτως καθορισμένες είναι και οι επιβαλλόμενες πειθαρχικές ποινές. Η περικοπή του μισθού λόγω της αδικαιολόγητης μη προσφοράς της εργασίας του υπαλλήλου δεν περιγράφεται στο Νόμο ως κύρωση πειθαρχικού παραπτώματος, αλλά ως αποκατάσταση της ζημίας που υφίσταται η υπηρεσία του υπαλλήλου λόγω της απουσίας. Κατά συνέπεια η περαιτέρω επιβολή κάποιας πειθαρχικής φύσεως κύρωσης στον υπάλληλο για τον λόγο ότι αυτός απείχε αδικαιολόγητα από την εργασία του δεν συνιστά δεύτερη ποινή για το ίδιο παράπτωμα και μπορεί (ή πρέπει) να επιβληθεί ταυτόχρονα. Σημειώνεται ότι από καμία διάταξη Νόμου δεν προκύπτει υποχρέωση του εκκαθαριστή της δαπάνης μισθοδοσίας να αναμένει την έκδοση πειθαρχικής απόφασης πριν την περικοπή του μισθού, καθώς, όπως ειπώθηκε ήδη, η περικοπή γίνεται ούτως ή άλλως, δηλαδή ανεξαρτήτως του αν θα κριθεί ως πειθαρχικά τιμωρητέα η συμπεριφορά του υπαλλήλου, καθόσον αυτή (η περικοπή) συνιστά μέτρο που στοχεύει στην αποκατάσταση της ζημίας της υπηρεσίας και όχι στην τιμωρία του υπαλλήλου.
Περαιτέρω, θα πρέπει να λεχθεί ότι η περικοπή του μισθού γίνεται με πράξη του εντεταλμένου για την εκκαθάριση και πληρωμή των δαπανών οργάνου, κατόπιν ειδοποίησης από τον προϊστάμενο της υπηρεσίας προσωπικού του φορέα που υπηρετεί ο υπάλληλος ή της διοικητικής δομής (τμήμα, διεύθυνση κλπ) στην οποία υπηρετεί ο υπάλληλος. Κατά δε την πλειοψηφούσα άποψη, της περικοπής δεν απαιτείται να προηγείται κλήση του υπαλλήλου για προηγούμενη ακρόαση, καθότι αυτή δεν συνιστά ποινή ή κύρωση, αλλά αντίθετα αποτελεί πράξη που ενεργείται από τον εκκαθαριστή κατά δέσμια αρμοδιότητά του. Εξάλλου, η πράξη κοινοποιείται με απόδειξη στον υπάλληλο, ενώ κατ’ αυτής επιτρέπεται προσφυγή στο υπηρεσιακό συμβούλιο μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κοινοποίηση. Η άσκηση της προσφυγής δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα και το υπηρεσιακό συμβούλιο αποφαίνεται οριστικώς. Τα ποσά που περικόπτονται θα εμφανίζονται στη μισθοδοτική κατάσταση και σε ιδιαίτερη στήλη των κρατήσεων υπέρ του Δημοσίου (βλ. σχετ. υπ’ αρ. Γνωμοδότηση 44809/1287/17.04.1984 Απόφαση Γ.Λ.Κ.).
* Δικηγορικό Γραφείο «Λάμπρος Σ. Ντουματσάς & Συνεργάτες», Πανεπιστημίου 42, 106 79 Αθήνα, Τηλ. 210 3631640, 210 3641468