Ως ωράριο νοείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο εργαζόμενος βρίσκεται στον χώρο εργασίας και παρέχει την εργασία του υπό τις οδηγίες του εργοδότη του. Το ωράριο ρητά καθορίζεται στην ατομική σύμβαση, ενώ σε περίπτωση υπέρβασης του συμβατικού ή του νομίμου ωραρίου τίθενται εν εφαρμογή τα της υπερεργασίας και υπερωρίας με τις ανάλογες προσαυξήσεις.
Το άρθρο 4 του ΠΔ 88/99 προβλέπει ότι σε περίπτωση απασχόλησης άνω των έξι ωρών ημερησίως, ο εργαζόμενος δικαιούται διαλείμματος δεκαπέντε λεπτών τουλάχιστον.
Όταν αναφερόμαστε σε διάλειμμα εννοούμε τα χρονικά διαστήματα παύσης της ημερήσιας εργασίας κατά τα οποία ο εργαζόμενος λαμβάνει το μεσημβρινό γεύμα του, το κολατσιό του ή απλώς ξεκουράζεται.
Το διάλειμμα αποτελεί κατ’ αρχήν χρόνο, ο οποίος παρατείνει το ημερήσιο ωράριό του, δεν συμπεριλαμβάνεται σε αυτό, δεν αποτελεί χρόνο πραγματικής εργασίας και κατά το διάστημα του διαλείμματος ο εργαζόμενος δύναται να απομακρύνεται από το χώρο της εργασίας του για όσο φυσικά χρόνο διαρκεί αυτό.
Ωστόσο, καταλήγοντας επισημαίνουμε ότι είναι δυνατόν να χορηγεί ο εργοδότης οικειοθελώς ή με διμερή συμφωνία το διάλειμμα χωρίς να το εργάζεται ο μισθωτός.
Ρωσάνα Παναγιώτου, Δικηγόρος, LLM Εργατικού Δικαίου. Αν υπάρχει κάποιο ζήτημα που σας απασχολεί μπορείτε να μας ρωτήσετε: editors@economistas.gr.