Η ολοκλήρωση της διαδικασίας πρόσληψης νέων υπαλλήλων στις ανταποδοτικές υπηρεσίες των Ο.Τ.Α. που ξεκίνησε με την προκήρυξη 3Κ/2018 αποκάλυψε αυτό που το epoli.gr είχε σχολιάσει από την πρώτη στιγμή, δηλαδή ότι υπήρξαν πάρα πολλές περιπτώσεις υποψηφίων, οι οποίοι, κατά την υποβολή της αίτησής τους, δήλωσαν -εκούσια ή ακούσια- ψευδή ή ανακριβή στοιχεία, με αποτέλεσμα να περιληφθούν στους προσωρινούς πίνακες κατάταξης και να εργαστούν ως συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου συνεχώς επί 17 μήνες στην υπηρεσία καθαριότητας κάποιου Ο.Τ.Α. Μάλιστα αρκετοί από αυτούς τους υποψήφιους δεν είχαν καμία ελπίδα πρόσληψης, δήλωσαν δε αναληθείς ή ανακριβείς ιδιότητες προκειμένου να εξασφαλίσουν έστω αυτούς τους μήνες εργασίας. Η μεγάλη καθυστέρηση στην εξέταση των αιτήσεων επιμήκυνε το χρονικό διάστημα των συμβάσεων ορισμένου χρόνου και σε αρκετές περιπτώσεις και το διάστημα ανεργίας προσώπων που εν τέλει περιληφθήκαν στους οριστικούς πίνακες.
Γεννάται, λοιπόν, το ερώτημα τι θα γίνει με όσους δήλωσαν ψευδή ή ανακριβή στοιχεία και ιδίως με όσους εξ αυτών δήλωσαν αυτά δολίως, δηλαδή γνωρίζοντας ότι αυτά ήταν ψευδή ή ανακριβή, προκειμένου να προσληφθούν, έστω και προσωρινά. Και επίσης τι θα γίνει με όσους απώλεσαν αυτόν τον χρόνο εργασίας, ενώ θα έπρεπε να είχαν περιληφθεί και στους προσωρινούς πίνακες κατάταξης. Δικαιούνται αυτοί οι τελευταίοι να λάβουν τον μισθό που θα ελάμβαναν, αν είχαν προσληφθεί, όπως αποδείχθηκε ότι έπρεπε να είχε γίνει, αλλά και να αναγνωριστεί ο χρόνος αυτός ως χρόνος ασφάλισης;
Κατά τη γνώμη μας η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι η εξής: Ο μισθός καταβάλλεται ως αντιπαροχή για την παροχή εργασίας. Εφόσον η εργασία δεν παρασχέθηκε, για οποιαδήποτε αιτία, δηλαδή ανεξαρτήτως της τυχόν υπαιτιότητας του εργαζόμενου, δεν οφείλεται μισθός. Ομοίως οι εργατικές και οι εργοδοτικές εισφορές καταβάλλονται ενόψει συγκεκριμένης εργασιακής σύμβασης, η οποία έχει συναφθεί και λειτουργεί. Εν προκειμένω οι υποψήφιοι της προκήρυξης 3Κ/2018, οι οποίοι περιλήφθηκαν στους οριστικούς πίνακες, αλλά δεν είχαν συμπεριληφθεί προηγουμένως στους προσωρινούς, δεν συνήψαν σύμβαση εργασίας και δεν παρείχαν την εργασία τους, ως αντιπαροχή της οποίας θα έπρεπε να λάβουν και τον μισθό τους. Κατά συνέπεια, εκτιμούμε ότι είναι πολύ δύσκολο να διεκδικήσουν την καταβολή του ισόποσου της μισθοδοσίας τους ή την αναγνώριση χρόνου ασφάλισης.
Από την άλλη πλευρά, όσοι δήλωσαν υπεύθυνα ότι έχουν βαθμολογούμενες ιδιότητες που στην πραγματικότητα δεν είχαν, αντιμετωπίζουν κατ’ αρχάς την προοπτική της ποινικής τιμωρίας τους, τόσο για την ψευδή υπεύθυνη δήλωση αυτή καθ’ εαυτή όσο και για το ότι κατόρθωσαν να λάβουν μισθολογικές αντιπαροχές παρουσιάζοντας ψευδή γεγονότα ως αληθή ή αποκρύπτοντας αληθή γεγονότα, προκειμένου να επωφεληθούν περιουσιακά. Εξάλλου, δεν αποκλείεται να αναζητηθούν και τα ποσά που τους καταβλήθηκαν ως μισθός για την εργασίας τους, αν και σε αυτό υπάρχει ο ισχυρός αντίλογος ότι αφ’ ης στιγμής παρείχαν την εργασία τους, δικαιούνται τα ποσά αυτά έστω και με τη νομική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Αν βεβαίως μας επιτραπεί μία εκτίμηση θα λέγαμε ότι μάλλον τίποτα από τα ανωτέρω δεν θα συμβεί, καθότι το φαινόμενο των ψευδών ή ανακριβών δηλώσεων υπήρξε τόσο εκτεταμένο που είναι πρακτικά εξαιρετικά δύσκολο να αναζητηθούν ευθύνες από τόσο μεγάλο αριθμό προσώπων.
* Σε συνεργασία με το Δικηγορικό Γραφείο «Λάμπρος Σ. Ντουματσάς & Συνεργάτες», Πανεπιστημίου 42, 106 79 Αθήνα, Τηλ. 210 3631640, 210 3641468