Αντισυνταγματική είναι η παρουσία του εισαγγελέα σε δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις καθώς είναι διοικητικό καθήκον. Αυτό ξεκαθαρίζει ο Άρειος Πάγος σε χθεσινή ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ του. Κι αυτό παρόλο που ο νέος πολυσυζητημένος νόμος ορίζει το αντίθετο.
Όπως γράφει το dikastiko.gr, o αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτρης Παπαγεωργίου, σε γνωμοδότηση του προς τους εισαγγελείς όλης της χώρας, προτείνει μετατροπή ή «θεραπεία» της διάταξης του νέου νόμου 4703/2020 που ορίζει την παρουσία εισαγγελικού λειτουργού σε δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις. Ωστόσο ο ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός διευκρινίζει στην γνωμοδότηση του ότι «ο εισαγγελέας έχει δικαίωμα αλλά και καθήκον όταν κατά την έμφρονα εισαγγελική κρίση, η σοβαρότητα των περιστάσεων το επιβάλει’.
Ειδικότερα, η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται» λέει ο Άρειος Πάγος
«Υπό το νέο συνταγματικό και νομοθετικό πλαίσιο, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου γνωμοδότησε ότι η συμμετοχή εισαγγελικών λειτουργών στην επιτροπή που συγκροτείται ενόψει δημόσιας υπαίθριας συναθροίσεως δεν επιτρέπεται διότι αντίκειται στις διατάξεις του αναθεωρημένου άρθρου 89 του Συντάγματος … «.
Ο Δημήτρης Παπαγεωργίου αρχικά αναφέρει ότι με την επίμαχη διάταξη για τη διάλυση υπαίθριας δημόσιας συνάθροισης ρίζεται ότι «αρμόδια για τη διάλυση δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι η κατά τόπον αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή με σύμφωνη γνώμη του παριστάμενου αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών. Σε κατεπείγουσες και σοβαρές περιπτώσεις διασάλευσης της δημόσιας ασφάλειας και ιδίως, σε περιπτώσεις διάπραξης εγκλημάτων κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας ή σε περιπτώσεις γενικευμένων επεισοδίων, εφόσον δεν παρίσταται αρμόδιος εισαγγελέας πρωτοδικών, η απόφαση διάλυσης της συνάθροισης λαμβάνεται από τον επικεφαλής της αστυνομικής ή λιμενικής δύναμης με παράλληλη αμελλητί ενημέρωση του αρμόδιου εισαγγελέα πρωτοδικών».
Ακολούθως σημειώνει ότι «προβληματισμός προκύπτει κατά τον Άρειο Πάγο από τη διατύπωση της νέας ρύθμισης,αναφορικά με τη συνταγματικότητα της προβλεπόμενης αρμοδιότητας του εισαγγελέα πρωτοδικών, του οποίου η «σύμφωνη γνώμη» είναι αναγκαία για την απόφαση της αστυνομικής ή λιμενικής αρχής περί διαλύσεως της υπαίθριας συναθροίσεως. Το θέμα αυτό δεν θίγεται ούτε στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου ούτε στην έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής, προφανώς διότι το αρχικό νομοσχέδιο δεν είχε αυτή τη μορφή όταν κατατέθηκε στο Κοινοβούλιο. Κατά τους κανόνες του Διοικητικού Δικαίου, στην περίπτωση που προβλέπεται υποχρεωτική σύμφωνη γνώμη, το αποφασίζον όργανο δεν δικαιούται να αποφασίσει χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του συμβουλευτικού, από την οποία δεσμεύεται, δηλαδή κατ’ ουσίαν η εφαρμογή του νόμου έχει ανατεθεί στο γνωμοδοτικό όργανο, του οποίου η (αρνητική) γνωμοδότηση έχει άμεση νομική ισχύ και αποτελεί διοικητική πράξη. υπό το πρίσμα αυτών των αρχών του Διοικητικού Δικαίου, η ανατιθέμενη με το άρθρο 10 και 3 Ν.4703/2020 αρμοδιότητα στον εισαγγελέα πρωτοδικών (της σύμφωνης γνώμης) συνιστά άσκηση διοικητικών καθηκόντων με επιτρεπόμενη από το άρθρο 89 του Συντάγματος».