Υπενθυμίζει πάντως ότι η τακτοποίηση δημόσιου λογαριασμού στον οποίο εντοπίσθηκε έλλειμμα, ρυθμίζεται μέσω της έκδοσης ευθέως και μονομερώς καταλογιστικής Απόφασης εις βάρος του υπεύθυνου υπολόγου,
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ένας Δήμος με σειρά Αποφάσεων οργάνων του ελληνικού Δημοσίου χρηματοδοτήθηκε με 279.428,20 ευρώ, για την εκτέλεση έργων συνιστάμενων στην επισκευή υφιστάμενου κτηρίου, καθώς και στην κατασκευή νέου σε ακίνητο του Δήμου, προς στέγαση του Τμήματος Συνοριακής Φύλαξης και Δίωξης παράτυπων μεταναστών του Δήμου.
Ο Δήμος ανάλωσε το εισπραχθέν ποσό από αυτή τη χρηματοδότηση σε πληρωμές άσχετες με τον ειδικότερο σκοπό για τον οποίο αυτή δόθηκε.
Το Δημόσιο άσκησε αγωγή εναντίον του, ζητώντας να υποχρεωθεί ο Δήμος να του καταβάλει, κατ’ εφαρμογή των άρθρων 105 και 106 του ΕισΝΑΚ, νομιμοτόκως το ποσό των 279.428,20 ευρώ, για την αποκατάσταση ισόποσης ζημίας την οποία υπέστη από παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του Δήμου.
Το VII Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου έκανε δεκτή στο σύνολό της την αγωγή του Δημοσίου.
Ο Δήμος άσκησε αναίρεση.
Η Ολομέλεια του Ελ.Συν. η οποία έκανε δεκτή την αναίρεση του Δήμου, σημειώνοντας, μεταξύ άλλων, ότι:
«23. Η Ολομέλεια κρίνει ότι αν και, πράγματι, το γράμμα της διάταξης του άρθρου 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα δεν αποκλείει τη δυνατότητα του Δημοσίου να στραφεί κατά Δήμου για παράνομες ενέργειες αυτού που ζημίωσαν το Δημόσιο, εν τούτοις η συστηματική διάρθρωση των διατάξεων, ενταγμένων σε νομοθέτημα που ρυθμίζει κατά κύριο λόγο σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και όλως εξαιρετικώς δικαιώματα ιδιωτών έναντι Φορέων δημόσιας εξουσίας, δεν επιτρέπει να αποδοθεί στις διατάξεις που παρατέθηκαν η έννοια ότι με τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα ρυθμίζονται και οι σχέσεις αποζημιωτικής ευθύνης μεταξύ Φορέων δημόσιας εξουσίας.
Περαιτέρω, η ανάλογη εφαρμογή της διάταξης αυτής και στις σχέσεις μεταξύ Φορέων δημόσιας εξουσίας δεν είναι επιτρεπτή δεδομένου ότι, κατά πάγια παράδοση του ελληνικού συνταγματικού και διοικητικού δικαίου, οι σχέσεις δημοσίου δικαίου υπάγονται σε ιδιαίτερο καθεστώς διεπόμενο από ειδικότερες γενικές αρχές και νομοθεσία, τέτοια δε σχέση εμφανίζεται ιδιαζόντως και στην κρινόμενη περίπτωση όπου ένας Φορέας δημόσιας εξουσίας, το Δημόσιο, στρέφεται κατ’ άλλου, του αναιρεσείοντος Δήμου, επικαλούμενος παραβίαση από τον εν λόγω Δήμο, δημοσίου δικαίου υποχρέωσης αυτού.
Συνεπώς δεν υφίσταται ταυτότητα του νομικού λόγου, που, κατά γενική ερμηνευτική αρχή, θα επέτρεπε την αναλογική εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων. Η αναλογική εφαρμογή δεν είναι εξ άλλου επιτρεπτή και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τακτοποίηση δημόσιου λογαριασμού στον οποίο εντοπίσθηκε έλλειμμα ρυθμίζεται κατά πάγια νομοθετική πρακτική μέσω της έκδοσης ευθέως και μονομερώς καταλογιστικής απόφασης εις βάρος του υπεύθυνου υπολόγου, κατά τρόπον που, απόκλιση από τα ανωτέρω, θα απαιτούσε νομοθετικής φύσης σταθμίσεις τις οποίες δεν είναι επιτρεπτό να πραγματοποιήσει το Δικαστήριο κρίνοντας την υπόθεση αυτή, τη δε συνταγματικότητα τέτοιων σταθμίσεων δεν είναι επιτρεπτό να προκαταλάβει αποφαινόμενο υποθετικώς.
Συνεπώς απαραδέκτως στην κρινόμενη περίπτωση ασκήθηκε η επίδικη αγωγή κατ’ επίκληση των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. »
Όλες οι λεπτομέρειες, στην αριθμ. 201/2021 Απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου