Με το καλοκαίρι να έχει ήδη ξεκινήσει, ο προγραμματισμός των αδειών βρίσκεται στο επίκεντρο εργαζομένων και εργοδοτών. Μάλιστα, ανάλογα με την προϋπηρεσία και τα χρόνια εργασίας σε μία επιχείρηση, αλλάζουν τα δεδομένα για το επίδομα αδείας. Τι ισχύει λοιπόν με τις ημερομηνίες καταβολής του και τι ποσό που δικαιούται ο καθένας;
Από τον πρώτο μήνα εργασίας, έχει κατοχυρωθεί το δικαίωμα λήψης αναλογικής άδειας, ενώ οι μισοί τουλάχιστον εργαζόμενοι μιας επιχείρησης πρέπει να πάρουν την άδεια μέσα στο χρονικό διάστημα από 1 Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου.
Ο χρόνος χορήγησης της ετήσιας καλοκαιρινής αδείας καθορίζεται πάντα μετά από συμφωνία μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη.
Κάθε εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός δύο μηνών από την ημέρα που του ζητήθηκε από τον εργαζόμενο.
Επίσης, υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια πριν τη λήξη του ημερολογιακού έτους.
Στην περίπτωση που οι εργαζόμενοι είναι προστάτες παιδιών, έως και 16 ετών, ή προστάτες ανηλίκων –και πάλι έως 16 ετών– με αναπηρία, τότε ο εργοδότης θα πρέπει να λάβει υπόψιν αυτή την παράμετρο κατά τη λήψη αποφάσεων.
Ο εργαζόμενος δικαιούται στη διάρκεια της άδειάς του τις αποδοχές που θα έπαιρνε αν εργαζόταν κανονικά με πλήρη απασχόληση.
Στις αποδοχές αυτές συμπεριλαμβάνονται όλα τα καταβαλλόμενα μηνιαία επιδόματα (σε χρήμα ή σε είδος) και οι προσαυξήσεις.
Πότε καταβάλλεται το επίδομα αδείας
Το επίδομα αδείας 2021, αλλά και οι αντίστοιχες αποδοχές, πρέπει να καταβάλλονται στους δικαιούχους κατά την έναρξη της άδειάς τους και δεν συμψηφίζονται.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Εθνικής Γενικής ΣΣΕ του 2010: «Ο μισθωτός που θεμελιώνει δικαίωμα κανονικής άδειας αναψυχής, αυτούσιας ή σε χρήμα, δικαιούται να λάβει και το επίδομα αδείας, το οποίο αποτελεί τακτικές αποδοχές του, υπολογίζεται με τον ίδιο τρόπο που υπολογίζονται και οι αποδοχές αδείας και υπόκειται στους ίδιους κανόνες με αυτές».
Πώς υπολογίζεται
Το ίδιο άρθρο αναφέρει και το πώς υπολογίζεται το επίδομα αδείας 2021, το οποίο «ισούται με το σύνολο των πράγματι καταβαλλόμενων τακτικών συνήθων αποδοχών της άδειας, με τον περιορισμό ότι δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές 15 ημερών γι’ αυτούς που αμείβονται με μηνιαίο μισθό και 13 ημερών γι’ αυτούς που αμείβονται με ημερομίσθιο ή κατά μονάδα εργασίας ή με ποσοστά ή και με άλλον τρόπο».
Σε περίπτωση που ο εργοδότης δεν προχωρήσει στην παροχή της νόμιμης άδειας έως το τέλος του έτους, τότε ο εργαζόμενους δικαιούται αποδοχές άδειας αυξημένες στο 100%, ήτοι το διπλάσιο από αυτό που θα λάμβαναν κανονικά. Ωστόσο, δεν διπλασιάζεται και το επίδομα αδείας.
Δικαιούχοι
Ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να καταβάλει τη νόμιμη άδεια στον εργαζόμενό του μέχρι και τη συμπλήρωση ενός έτους εργασίας. Σε περίπτωση που εργάζεται λιγότερο καιρό, τότε λαμβάνει την αντίστοιχη αναλογία.
Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τμηματικά την άδειά του με αποδοχές, που αναλογεί στον χρόνο απασχόλησής του στο έτος αυτό.
Η αναλογία υπολογίζεται και πάλι με βάση της 20 ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο ή τις 24 ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο. Στη διάρκεια του έτους αυτού και στο σημείο που συμπληρώνει 12 μήνες εργασίας, η άδεια αυξάνεται κατά μία εργάσιμη ημέρα.
Ο εργοδότης υποχρεούται μέχρι τη λήξη του δεύτερου ημερολογιακού έτους, να του χορηγήσει αναλογικώς ή ολόκληρη την άδεια που φθάνει μέχρι τις 21 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο, και τις 25 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο.
Κατά το τρίτο έτος εργασίας, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την άδειά του σε κάθε χρονικό σημείο του έτους αυτού.
Η άδεια σε αυτή την περίπτωση φτάνει στις 22 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο ή τις 26 εργάσιμες ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο. Αυτό ισχύει εάν έχουν συμπληρωθεί 2 έτη απασχόλησης μέσα στο τρίτο ημερολογιακό έτος. Οι μισθωτοί με προϋπηρεσία τουλάχιστον 10 έτη στον ίδιο εργοδότη ή 12 έτη σε οποιοδήποτε εργοδότη δικαιούνται 25 εργάσιμες ημέρες άδειας, για όσους είναι με πενθήμερο, ή 30 εργάσιμες ημέρες άδειας, για όσους είναι με εξαήμερο με αποδοχές (ΕΓΣΣΕ 2000-2001, άρθρο 6).
Επίσης οι μισθωτοί, από 1-1-2008, μετά τη συμπλήρωση 25ετούς υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας δικαιούνται μία εργάσιμη ημέρα παραπάνω, δηλαδή 26 ημέρες για τους εργαζόμενους με πενθήμερο και 31 ημέρες για τους εργαζόμενους με εξαήμερο.
Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάτμηση της αδείας υπό προϋποθέσεις, δηλαδή, σε περίπτωση ιδιαίτερης σοβαρής ή επειγούσης ανάγκης της επιχειρήσεως ή κατ’ αίτηση του μισθωτού λόγω δικαιολογημένης αιτίας και πάντοτε μετά από έγκριση της αρμόδιας περιφερειακής Υπηρεσίας του Υπ. Εργασίας.
Στην περίπτωση αυτή το πρώτο τμήμα της αδείας πρέπει να περιλαμβάνει 6 τουλάχιστον ημέρες. Για δε τους ανηλίκους, κάτω των 18 ετών, 12 τουλάχιστον εργάσιμες μέρες.