Σε κοινή αίτηση προς το Συμβούλιο της Επικρατείας για την ακύρωση και αναστολή των υπουργικών αποφάσεων που έδωσαν τις περιβαλλοντικές εγκρίσεις στα έργα της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά προχώρησαν 24 κορυφαία στελέχη της Αυτοδιοίκησης των πειραϊκών δήμων. Σε αυτό το παμπειραϊκό μέτωπο συνυπογράφουν μεταξύ άλλων, ο Δήμαρχος Κερατσινίου-Δραπετσώνας Χρήστος Βρεττάκος, ο Δήμαρχος Περάματος Γιάννης Λαγουδάκης, ο επικεφαλής της αντιπολίτευσης στον Δήμο Πειραιά Νίκος Μπελαβίλας, ο τέως Αντιπεριφερειάρχης Πειραιά Γιώργος Γαβρίλης, ο τέως Αντιπεριφερειάρχης Νήσων Αττικής Παναγιώτης Χατζηπέρος, περιφερειακοί, δημοτικοί και κοινοτικοί σύμβουλοι με συμμετοχές που καλύπτουν όλη την ακτή από την Πειραϊκή ως το Πέραμα ενώ εκπροσωπούνται επίσης η Σαλαμίνα και η Αίγινα.
Η προσφυγή στρέφεται κατά των πολλών παραβιάσεων της ευρωπαϊκής και ελληνικής περιβαλλοντικής νομοθεσίας, οι οποίες εντοπίζονται σε δεκάδες σημεία των κυβερνητικών αποφάσεων από το τέλος του 2019 ως σήμερα. Κορυφαία περίπτωση η εκ των υστέρων κατάθεση, μόλις πριν λίγες εβδομάδες, από την Cosco της υποχρεωτικής κατά τον νόμο όπως και από τη Σύμβαση Παραχώρησης μεταξύ ΟΛΠ και Ελληνικού Δημοσίου, Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ). Η ΣΜΠΕ κατετέθη για έγκριση ενώ τα μισά από τα έργα τα οποία περιλαμβάνει βρίσκονταν σε εξέλιξη ή είχαν ολοκληρωθεί.
Τα δύο κείμενα προς το ΣτΕ, της αναστολής και της ακύρωσης, περιλαμβάνουν ισχυρή τεκμηρίωση εκατοντάδων σελίδων, η επεξεργασία των οποίων διήρκεσε έξι μήνες. Συντάχθηκε από μία δεκαμελή επιστημονική ομάδα εθελοντών τεχνικών και νομικών από τον Πειραιά, το Κερατσίνι-Δραπετσώνα, το Πέραμα και τη Σαλαμίνα, η οποία εργάστηκε αμισθί.
Η μεγάλου βάρους αυτή κίνηση έρχεται να συμπληρώσει τις προσφυγές που έχουν ήδη κατατεθεί για επιμέρους έργα από πολίτες της Πειραϊκής, από τον Δήμο Κερατσινίου-Δραπετσώνας, από τον Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιά και από πολίτες και αρχαιολόγους της Σαλαμίνας.
Σύντομο Ιστορικό
Οι παραβιάσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας από την Cosco στον Πειραιά με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση
To λιμάνι του Πειραιά είναι τα τελευταία χρόνια ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Ευρώπης. Είναι 1ο σε κίνηση container στη Μεσόγειο και 4ο στην Ευρώπη (2020) ενώ ταυτόχρονα αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα πορθμεία με 17 εκ. επιβάτες κατ’ έτος. Κατά την μεγάλη οικονομική κρίση ο έως τότε κρατικός οργανισμός του λιμανιού πωλήθηκε στην κινεζική Cosco. Η ανάπτυξη του σήμερα βασίζεται στην τεράστια ροή προϊόντων από την Κίνα προς την Ευρώπη μέσω του Πειραιά. Στη συμφωνία της πώλησης μεταξύ Cosco και Ελλάδας, περιλαμβανόταν και η υποχρεωτική εκτέλεση σειράς έργων στον τομέα των εμπορευματικών μεταφορών, της ναυπηγικής και της κρουαζιέρας.
Πρόκειται για έργα λιμενικών επεκτάσεων που απλώνονται σε μήκος ακτογραμμής 11 χλμ. Η ακτή αυτή αποτελεί τη μοναδική έξοδο στη θάλασσα της πόλης του Πειραιά, η οποία έχει πληθυσμό 500.000 κατοίκων.
Από το 2014 που έκλεισε η συμφωνία με την Cosco ως σήμερα, η κινέζικη εταιρεία απέφυγε να υποβάλλει προς έγκριση τις απαραίτητες περιβαλλοντικές μελέτες και μελέτες διαχείρισης παρότι αυτό απαιτήθηκε και από την τελική σύμβαση παραχώρησης, η οποία υπεγράφη το 2016.
Σήμερα, επτά χρόνια μετά, στο λιμάνι του Πειραιά προχωρούν έργα με βαρύ αποτύπωμα για το περιβάλλον χωρίς να έχουν τις απαραίτητες εγκρίσεις του ελληνικού κράτους. Ενώ ο Πειραιάς είναι μία από τις πλέον μολυσμένες περιοχές της Αττικής λόγω των θαλάσσιων και χερσαίων μεταφορών, της κυκλοφοριακής κίνησης και της βιομηχανίας, η ακολουθία διαβούλευσης και εγκρίσεων που επιβάλλει η ευρωπαϊκή νομοθεσία παραβιάζεται.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Cosco, αμέσως μετά την εγκατάσταση της, ξεκίνησε χωρίς εγκρίσεις να εκτελεί μία δεκάδα έργων, μεταξύ των οποίων και ο μεγάλος προβλήτας κρουαζιέρας. Μετά τις έντονες διαμαρτυρίες κατατέθηκαν στην αυτοδιοίκηση ημιτελή σχέδια για διαβούλευση ενώ κάποια από τα έργα είχαν ολοκληρωθεί ή εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό. Οι δε εγκρίσεις για τα περισσότερα σχέδια δεν έχουν ακόμη υπάρξει.
Ο στόχος της Cosco είναι να αναπτύξει τον Πειραιά ως homeport αλλά ταυτόχρονα η αμφιλεγόμενη κατασκευή του νέου προβλήτα χρηματοδοτείται σχεδόν αποκλειστικά από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με το 95% του προϋπολογισμού της.
Ο γιγαντιαίος αυτός προβλήτας δημιουργεί μία νέα λιμενολεκάνη 50 περίπου Ha μέσα στη θάλασσα εκ των οποίων των 15Ηa είναι επιχωματώσεις. Βρίσκεται σε επαφή με τον αρχαιολογικό χώρο του αρχαίου Κονώνειου Τείχους της κλασσικής Αθηναϊκής Δημοκρατίας και επεμβαίνει βάναυσα στο τοπίο του ιστορικού λιμανιού, ενώ η κυκλοφορία οχημάτων και η αέρια ρύπανση προβλέπεται να αυξηθούν σημαντικά. Η τεχνική κατασκευής με χρήση τοξικών βυθοκορημάτων από τον βυθό του λιμανιού δημιουργεί ταυτόχρονα πρόβλημα θαλάσσιας ρύπανσης, τόσο σημαντικό που επέφερε τη διακοπή του με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Είναι εντυπωσιακό ότι παρά τις παραβιάσεις και τα προβλήματα η ΕΕ δεν έχει σταματήσει τη ροή της χρηματοδότησης του προβλήτα.
H χρηματοδοτούμενη από την Ευρωπαϊκή Ένωση ιδέα του homeport στον Πειραιά, η οποία είχε αναπτυχθεί από το 2004 με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, σχεδιάστηκε από τον τότε κρατικό οργανισμό του λιμανιού και υιοθετήθηκε από την Cosco για να προσελκυστούν Giga Cruisers. Όμως, ουδέποτε υπήρξαν νόμιμες περιβαλλοντικές εγκρίσεις, η δε βιωσιμότητα του έργου στηρίζεται σε παλαιές προβλέψεις ανάπτυξης της κρουαζιέρας, οι οποίες δεν επιβεβαιώθηκαν. Αντίθετα η κρουαζιέρα στον Πειραιά έμεινε στάσιμη και στη συνέχεια κατέρρευσε κατά την πανδημία Covid-19.
Άλλα σημαντικά έργα με βαριές επιπτώσεις είναι το επίσης πολύ μεγάλο κέντρο logistics στην καρδιά της πόλης, σε επαφή με κατοικίες, σχολεία και μονάδα υγείας Αυτό είναι ένα έργο που προβλεπόταν από το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθήνας-Αττικής (2014) να κατασκευαστεί μακριά από τις κατοικημένες περιοχές, στις παρυφές της Αθήνας. H Cosco επέλεξε να το κρατήσει μέσα στο λιμάνι σε επαφή με τις συνοικίες του Πειραιά και για λόγους οικονομίας στις μεταφορές αλλά και γιατί φαίνεται ότι επιχειρεί να διατηρήσει όλες τις λειτουργίες της ενοποιημένες πίσω από τους φράχτες του λιμανιού, σε μία τεράστια «αυτόνομη» ζώνη χωρίς ουσιαστικό έλεγχο.
Τρίτο σημαντικό και προβληματικό έργο είναι η χωροθέτηση διαλυτηρίων πλοίων στο αρχαίο λιμάνι της Σαλαμίνας. Αυτά καταστρέφουν έναν από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Αττικής, το πεδίο της ναυμαχίας της Σαλαμίνας του 5ου αιώνα π.Χ. Στο σημείο αυτό η αρχαιολογική υπηρεσία προσπαθεί επί πενήντα χρόνια να αποτρέψει τη δημιουργία βιομηχανιών. Η Cosco με την εγκατάσταση των πολύ «βρώμικων» μονάδων διάλυσης πλοίων παραβίασε τις αποφάσεις του ανώτατου αρχαιολογικού συμβουλίου της χώρας ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων.
Για τα έργα της Cosco υπήρξαν πολύ μεγάλες αντιδράσεις και αντιστάσεις από τις τοπικές αρχές και των τριών δήμων που συνορεύουν με το λιμάνι, κινήσεις πολιτών και συνδικάτων. Τα δημοτικά συμβούλια έλαβαν αποφάσεις που ζητούσαν τη διακοπή και τον έλεγχο των έργων, ακτιβιστές σταμάτησαν το κομβόι των φορτηγών το οποίο διερχόταν από το κεντρικό λιμάνι χωρίς άδεια προς το εργοτάξιο, το Συμβούλιο της Επικρατείας επέβαλε μερική διακοπή επικίνδυνων βυθοκορήσεων από τον βυθό του λιμανιού.
Τελευταία εξέλιξη, μία μεγάλη ομάδα εκπροσώπων της αυτοδιοίκησης όλου του Πειραιά, με επικεφαλής δύο δημάρχους και εικοσιδύο δημοτικούς και περιφερειακούς συμβούλους, προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας με αίτημα της διακοπή των έργων για λόγους προστασίας περιβάλλοντος και την επανέναρξη του διαλόγου για τις επιπτώσεις τους παράλληλα με την αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων.