Στα «κάγκελα» είναι οι εργαζόμενοι στην αυτοδιοίκηση με αφορμή την τροπολογία Βορίδη για την υποχρεωτική έφεση ΟΤΑ κατά αποφάσεων που δικαιώνουν εργαζόμενους.
Οι εργαζόμενοι ετοιμάζουν προσφυγή, κρούοντας “καμπανάκι” προς το Υπουργείο για όσα θα επακολουθήσουν.
Στο πλαίσιο αυτό, πραγματοποιήθηκε συνάντηση με τον, εκ των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων του ΣΥΡΙΖΑ, πρώην Υπουργό, κ. ΓΙΑΝΝΗ ΡΑΓΚΟΥΣΗ την Πέμπτη 15/12/2022.
Η ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ έθεσε το ζήτημα της «απαράδεκτης και ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗΣ -όπως σχολιάζει- (ν)τροπολογιας Βορίδη που ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους ΟΤΑ να εξαντλούν τα ένδικα μέσα σε δικαστικές αποφάσεις που μετατρέπουν συμβάσεις από ορισμένου σε αορίστου χρόνου (ν.4915/2022 αρ.37)».
Όπως αναφέρουν οι εργαζόμενοι:
«Κάναμε γνωστό ότι το Σωματείο βρίσκεται σε διαδικασία προσφυγής στα Διοικητικά δικαστήρια καταθέτοντας -παράλληλα- γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου του Σωματείου (κ.ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΕΡΠΑΤΑΡΗ) και ζητήσαμε , ταυτόχρονα, να γίνει επίκαιρη ερώτηση, στη Βουλή προς τον κ.Βορίδη ΑΞΙΩΝΟΝΤΑΣ την απόσυρση της (ν)τροπολογιας του!».
Όπως έχει γράψει η aftodioikisi.gr, με την εν λόγω τροπολογία, αν για παράδειγμα συμβασιούχοι προσφύγουν σε ένα δικαστήριο διεκδικώντας την μονιμοποίησή της και το δικαιωθούν πρωτόδικα, η δημοτική ή περιφερειακή αρχή θα είναι υποχρεωμένη να εφεσιβάλλει. Οι αποφάσεις για την προσφυγή κατά των πρωτόδικων αποφάσεων προβλέπεται να λαμβάνονται από την Οικονομική Επιτροπή του οικείου ΟΤΑ.
Δείτε την τροπολογία (άρθρο 1):
Διαβάστε και όσα αναφέρει η γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου του Σωματείου (κ. ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΕΡΠΑΤΑΡΗ):
«ΑΝΤΙΚΕΙΤΑΙ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ Ο ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΣ ΕΞΑΝΑΓΚΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΤΑ ΓΙΑ ΑΣΚΗΣΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΟΤΑΝ ΤΑ ΣΥΛΛΟΓΙΚΑ ΤΟΥΣ ΟΡΓΑΝΑ ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΝ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ»
Το αποδεικτικό μέσο της ομολογίας διακρίνεται στη δικαστική ομολογία, δηλαδή αυτή που γίνεται προφορικά ή γραπτά ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει τη δίκη, και στην εξώδικη, όπως είναι αυτή που απευθύνεται σε άλλο δικαστήριο από αυτό που δικάζει ή περιέχεται σε έγγραφο που εκδίδεται από διάδικο (άρ. .352 και 353 του .ΚΠολΔ, αντίστοιχα), Η δικαστική ομολογία, ηrοποία έχει υπόσταση ως αποδεικτικό μέσο όταν. περιέχει πραγματικό γεγονός επιζήμιο για εκείνον που ομολογεί και ωφέλιμο για τον αντίδικο του, αναφέρεται στα πραγματικά γεγονότα που αποτελούν την ιστορική βάση της αγωγής και τα οποία αναγνωρίζονται ως αληθινά, αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε (βλ. ΑΠ 6/2019, ΑΠ 96/2018, ΑΠ 412/2018, ΑΠ 188/2017, ΑΠ 691/2017, ΑΠ 173/2016, ΑΠ 964/2013, όλεςδημ. σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), Υπό την ως άνω έννοιαί της παραδοχής των επιβλαβών για τον συνομολογούντα γεγονότων, η ομολογία διαφέρει από την αποδοχή της αγωγής, η οποία, κατ’ άρθρο 298 του ΚΠολΔ, είναι μονομερής δήλωση του εναγομένου περί του ότι αναγνωρίζει το νομικό ισχυρισμό του ενάγοντος, δηλαδή τη διαγνωστέα έννομη συνέπεια, ως βάσιμη. Συνεπώς, η αποδοχή διαφέρει από την ομολογία, διότι με την τελευταία, όπως προεκτέθηκε, αναγνωρίζονται όλα τα πραγματικά γεγονότα της ιστορικής βάσης π]ς αγωγής ως αληθινά, ενώ με την αποδοχή αναγνωρίζεται μόνον το συμπέρασμα του δικανικού συλλογισμού, στο οποίο αναφέρεται ίο αίτημα της· αγωγής. Αποτέλεσμα τούτου, σε περίπτωση αποδοχής, είναι να εκδίδεται απόφαση σύμφωνα με ίαυτη, χωρίς να ι προηγηθεί έρευνα της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, δηλαδή ακόμα και εάν ο εμπεριεχόμενος συλλογισμός, τον οποίο αποδέχεται ο εναγόμενος, -είναι νόμω αβάσιμος, αφού ο ίδιος αναγνωρίζει την ύπαρξη της επίδικης υποχρέωσης του. Αντιθέτως, σε περίπτωση ομολογίας από τον εναγόμενο, το δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως τόσο το παραδεκτό όσο ,κάι.. το νόμω βάσιμο; της αγωγής, δεδομένου ότι η ομολογία καταλαμβάνει, όπως προεκτέθηκε, , μόνον. .3 / ,την ιστορική βάση αυτής (βλ. – .ΑΠ 1059/2001, ΕφΑΘ 807/2009, ΕφΑ0 3024/2008, ΕφΑΘ 4171/2004, ΕδΑΘ 29931/2000, ΕφΑΘ 926/1996, ΠΠΑΘ 4089/2015, ΠΠΑ0 1525/2011, όλεςδημ. σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ωστόσο, σημειώνεται ότι η ττροαναφερόμενη ενέργεια της αποδοχής, δεν επεκτείνεται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης, οι οποίες δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αποδοχής. Δηλαδή, ακόμα και επί αποδοχής της αγωγής από τον εναγόμενο, εξετάζεται από το Δικαστήριο η κανονικότητα της άσκησης της από άποψη προδικασίας και η αρμοδιότητα. Περαιτέρω, η αποδοχή γίνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 298 και 297 του ΚΠολΔ, με δήλωση του εναγομένου ενώπιον του Δικαστηρίου, που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον ενάγοντα ή με σχετική δήλωση στις προτάσεις, ή ακόμα και σιωπηρά, με πράξεις από τις οποίες συνάγεται, με σαφήνεια και αναμφίβολα, η θέληση του εναγομένου να αποδεχθεί την αγωγή, χωρίς να απαιτείται και η χρήση πανηγυρικών εκφράσεων. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 98 ΚΠολΔ, η αποδοχή της αγωγής μπορεί να γίνει και από δικαστικό πληρεξούσιο του εναγομένου, εφόσον όμως αυτός έχει ειδική προς τούτο πληρεξουσιότητα.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 4, 1 και 19 ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή αν παρεβιάσθη κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου ή αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς επί ζητήματος που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 867, 868 και 869 του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει άτι διαφορές ιδιωτικού δικαίου υφιστάμενες ή μέλλουσες, να προέλθουν από ορισμένη έννομη σχέση, πλην των εργατικών διαφορών, μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία με συμφωνία, αν εκείνοι που τη συνομολόγησαν έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς. Ειδικά για τις μελλοντικές διαφορές απαιτείται πέραν της εξουσίας διαθέσεως των μερών και τήρηση έγγραφου τύπου, που είναι συστατικός, και δεν μπορεί να αναπληρωθεί με την επίκληση άλλων αποδεικτικών μέσων. Με τη συμφωνία περί διαιτησίας επί των μελλοντικών διαφορών μπορούν να υπαχθούν σε διαιτησία ορισμένες ή και όλες οι ιδιωτικού δικαίου διαφορές από ορισμένη έννομη σχέση, που μπορούν να γεννηθούν στο μέλλον, σε οποιαδήποτε διάταξη του νόμου και αν στηρίζονται. Άρα αντικείμενο της συμφωνίας για διαιτησία μπορεί να αποτελέσει και η διαφορά που ανακύπτει από αδικοπραξία κάποιου από τους συμβαλλομένους ή των προσώπων για τα οποία ευθύνεται αυτός. Στις διαφορές από αδικοπραξία, που κατά τα παραπάνω είναι δεκτικές υπαγωγής στη διαιτησία, περιλαμβάνονται και εκείνες που συρρέουν με απαιτήσεις αποζημιώσεως, από τη σύμβαση, με την έννοια της συρροής απαιτήσεων ή αξιώσεων στηριζόμενων επί διαφορετικών, διατάξεων, αφ’ ενός μεν γιατί οι αξιώσεις αυτές από αδικοπραξία, ανεξάρτητα από τη νομική τους θεμελίωση, είναι αναπόσπαστα συνδεόμενες, με τις αντίστοιχες συμβατικές, αφ’ ετέρου δε γιατί, με την αντίθετη εκδοχή, το πεδίο εφαρμογής της αντίστοιχης διαιτητικής ρήτρας θα περιοριζόταν δραστικά, με την προσφυγή ταυ ζημιωθέντος ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, μέσω της ασκήσεως των αδικοπρακτικών αξιώσεων, με αποτέλεσμα η λειτουργία της διαιτητικής ρήτρας να καταλείπεται στην προαίρεση του ενός από τα μέρη που τη συνομολόγησαν. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 67, 868 και 869 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι στη συμφωνία διαιτησίας επί ιδιωτικού δικαίου διαφορών, δηλαδή διαφορών που πηγάζουν από έννομη σχέση του ιδιωτικού δικαίου με αντικείμενο είτε την ύπαρξη είτε την ανυπαρξία της έννομης σχέσης, είτε τις επί μέρους εκδηλώσεις της ως προς τα υποκείμενα, το αντικείμενο και το περιεχόμενο του δικαιώματος, τα μέρη πρέπει να έχουν την εξουσία να διαθέτουν ελεύθερα το αντικείμενο της διαφοράς, δηλαδή αυτό να είναι απαλλοτριωτό, όπως κατά κύριο λόγο είναι τα περιουσιακά δικαιώματα, ενοχικά και εμπράγματα, όχι όμως και εκείνα που ανάγονται στο δίκαιο προστασίας της προσωπικότητας.
Αθηνα 14 Δεκεμβρίου 2022
Ο Γνωμοδοτών Δικηγόρος
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΠ. ΠΕΡΠΑΤΑΡΗΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΣΤΟΝ ΑΡΕΙΟ ΠΑΓΟ
ΕΡΓΑΤΟΛΟΓΟΣ