Μεγάλο ενδιαφέρον έχει προκαλέσει το θέμα που αποκάλυψε και συνέχισε το epoli.gr την προηγούμενη Κυριακή και το οποίο αφορούσε την δυνατότητα μονιμοποίησης συμβασιούχων ορισμένου χρόνου, οι οποίοι αμείβονται από κονδύλια του ΕΣΠΑ.
Η ιστοσελίδα μας δέχθηκε πολλές ερωτήσεις σχετικά με το ζήτημα.
Τις ερωτήσεις αυτές συνοψίσαμε και υποβάλαμε με τη σειρά μας στον Δικηγόρο Αθηνών κ. Λάμπρο Ντουματσά, ο οποίος χειρίζεται αρκετές σχετικές υποθέσεις.
Σε απάντηση των ερωτήσεων, δημιουργήσαμε το ακόλουθο κείμενο, στηριζόμενο στις νομικά τεκμηριωμένες θέσεις των ειδικών:
«Η αναγνώριση των διαρκώς ανανεούμενων συμβάσεων ορισμένου χρόνου ως μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου είναι ένα καθαρά νομικό ζήτημα, το οποίο έχει απασχολήσει έντονα τη νομολογία των δικαστηρίων. Επί αυτού του ζητήματος έχουν δημιουργηθεί μεταξύ των Ελλήνων δικαστών δύο βασικές τάσεις:
Η πρώτη είναι αυτή που υποστηρίζει ότι το Σύνταγμα καθιερώνει απόλυτη απαγόρευση μετατροπής σε αορίστου χρόνου των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου που συνάπτουν το Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και οι Ο.Τ.Α.
Σύμφωνα με αυτή την άποψη, δεν υπάρχει περίπτωση αναγνώρισης από τα δικαστήρια ότι, η σύμβαση κάποιου εργαζόμενου που απασχολείται διαρκώς από τον ίδιο φορέα καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς του ανάγκες είναι στην πραγματικότητα σύμβαση αορίστου χρόνου, διότι η έννομη τάξη μας απαγορεύει την σύναψη μόνιμων εργασιακών σχέσεων στο Δημόσιο εκτός συστήματος ΑΣΕΠ. Όσοι δικαστές συμμερίζονται αυτή την άποψη απορρίπτουν άνευ εξαίρεσης τις αγωγές για αναγνώριση των εργασιακών σχέσεων ως αορίστου χρόνου.
Η άλλη άποψη, την οποία συμμερίζονται κάποιοι δικαστές, είναι αυτή που υποστηρίζει ότι, η συνταγματική απαγόρευση αφορά τη μετατροπή εργασιακών σχέσεων περιορισμένης χρονικής διάρκειας σε αορίστου χρόνου. Αν όμως, παρά την απαγόρευση, συναφθεί μία τέτοια σχέση, δηλαδή μια σχέση αορίστου χρόνου, το δικαστήριο οφείλει να την αναγνωρίσει. Μάλιστα, στην αναγνώριση αυτή δεν ασκεί επιρροή ο χαρακτηρισμός που θα δώσει ο φορέας στην εργασιακή σχέση, δηλαδή δεν έχει σημασία αν θα την αποκαλέσει σύμβαση έργου, σύμβαση ορισμένου χρόνου κ.λπ.
Περαιτέρω, όσοι δέχονται την δεύτερη αυτή άποψη προκειμένου να διαπιστώσουν ότι υφίσταται μία σχέση αορίστου χρόνου, διερευνούν την ύπαρξη κάποιων κριτηρίων. Τα κριτήρια αυτά είναι: (α) η σχέση εξάρτησης, δηλαδή η ένταξη του εργαζομένου στην ιεραρχική δομή του φορέα, η άσκηση από τον φορέα διευθεντικού δικαιώματος στους εργαζόμενους και η κατεύθυνση της δράσης τους ως εργαζομένων, (β) η χρονική διάρκεια της απασχόλησης και (γ) το είδος των καθηκόντων, δηλαδή αν αυτά είναι έκτακτα ή επιβάλλονται από πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα.
Ειδικότερο κριτήριο για την διάγνωση της ύπαρξης σχέσης εξάρτησης μεταξύ φορέα και εργαζόμενου είναι η προέλευση της μισθοδοσίας. Μάλιστα αυτό το κριτήριο δύναται να επηρεάσει και τη χρονική διάρκεια των συμβάσεων. Για παράδειγμα, ένας εργαζόμενος σε Ο.Τ.Α. που αμείβεται από κονδύλια του ΕΣΠΑ, στην ουσία αμείβεται για περιορισμένο χρονικό διάστημα (δηλαδή για όσο χρόνο διαρκεί το πρόγραμμα του ΕΣΠΑ), ενώ επιπλέον αμείβεται από κονδύλια που η κεντρική κυβέρνηση κατευθύνει στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και όχι από κονδύλια που ο ίδιος ο Ο.Τ.Α. έχει προγραμματίσει να καταβάλει σε μισθοδοσία.
Η «σχέση» αυτή δημιουργεί κάποιο προβληματισμό αναφορικά με το κατά πόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε μία γνήσια σχέση εξάρτησης. Τον προβληματισμό, όμως, αυτό φαίνεται να ξεπερνούν τα δικαστήρια, τα οποία με πρόσφατες αποφάσεις δείχνουν να εμμένουν στα κλασικά κριτήρια διάγνωσης για την αναγνώριση μίας σχέσης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Έτσι, με τις αποφάσεις αυτές φαίνεται ότι, δεν εξετάζεται η προέλευση της μισθοδοσίας, ούτε και ο χρόνος για τον οποίο τα κονδύλια του ΕΣΠΑ θα είναι διαθέσιμα, αλλά μόνο το αν οι εργαζόμενοι υπόκεινται ιεραρχικά στον φορέα απασχόλησης, ανανεώνουν περισσότερες της μίας φοράς τις συμβάσεις τους και εξυπηρετούν όχι έκτακτες, αλλά πάγιες και διαρκείς ανάγκες.
Στις περιπτώσεις που διαπιστωθούν αυτά τα κριτήρια -και βεβαίως εφόσον ο συγκεκριμένος δικαστής ασπάζεται την δεύτερη από τις ανωτέρω δύο νομικές απόψεις- η σχέση αναγνωρίζεται ως αορίστου χρόνου, χωρίς να ασκεί επιρροή η πηγή προέλευσης των χρημάτων της μισθοδοσίας. Η συγκεκριμένη νομολογιακή εξέλιξη είναι ιδιαιτέρως σημαντική γιατί ανοίγει τον δρόμο σε όσους αμείβονται από κονδύλια του ΕΣΠΑ να διεκδικήσουν μία θέση αορίστου χρόνου. Η εξέλιξη αυτή όμως μπορεί ταυτόχρονα να αποβεί ιδιαίτερα θετική και για τους Ο.Τ.Α., αν ληφθεί υπόψη ότι σε κάποιες υποστελεχωμένες δομές τους, όπως σε παιδικούς σταθμούς, κοινωνικές υπηρεσίες κ.λπ, απασχολούνται πολλοί εργαζόμενοι που αμείβονται από κονδύλια του ΕΣΠΑ.
Στο σημείο αυτό θέλω να αναφερθώ και στο θέμα που παρουσίασε το epoli.gr σχετικά με τη σημασία που ενδέχεται να έχει η συναίνεση του φορέα απασχόλησης στην αναγνώριση της εργασιακής σχέσης ως αορίστου χρόνου. Μία τέτοια δυνατότητα είναι εξαιρετικά χρήσιμη για τους εργαζομένους που προσπαθούν να αναγνωριστούν ως συμβασιούχοι αορίστου χρόνου, καθώς θα ενισχύσει τις δικαστικές διεκδικήσεις τους.
Ειδικότερα, σε πρόσφατες αποφάσεις έχει κριθεί ότι η συναίνεση - αποδοχή του εναγόμενου Ο.Τ.Α. είναι αρκετή για την δικαστική αναγνώριση της εργασιακής σχέσης ως αορίστου χρόνου, έστω και αν το Δικαστήριο εκτιμά ότι το αίτημα είναι νομικά αβάσιμο».
* Δικηγορικό Γραφείο «Λάμπρος Σ. Ντουματσάς & Συνεργάτες», Πανεπιστημίου 42, 106 79 Αθήνα, Τηλ. 210 3631640, 210 3641468