Σημαντική η υπ’ αριθμ. 186/2019 γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με μεγάλες πρακτικές συνέπειες, αναφορικά με την ποινική καταδίκη των δημοσίων υπαλλήλων και την αυτοδίκαιη έκπτωση τους από την Υπηρεσία τους, ιδίως για το ποινικό αδίκημα της πλαστογραφίας.
Συγκεκριμένα, το ΝΣΚ ερωτήθηκε εάν η αμετάκλητη καταδίκη δημοσίου υπαλλήλου για ένα από τα αδικήματα της νόθευσης εγγράφου και χρήσης του, επισύρει την εφαρμογή του άρθρου 149 του ν. 3578/2007. Συνεπάγεται δηλαδή την αυτοδίκαιη έκπτωσή του από την υπηρεσία;
Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, ο υπάλληλος εκπίπτει αυτοδίκαια από την υπηρεσία εφόσον καταδικαστεί αμετάκλητα για κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, απιστία δικηγόρου, δωροδοκία, καταπίεση, απιστία περί την υπηρεσία, παράβαση καθήκοντος, καθ υποτροπή συκοφαντική δυσφήμηση, καθώς και για οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Η Διοίκηση έχει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, δέσμια αρμοδιότητα να εκδώσει την οικεία διαπιστωτική πράξη.
Οι εν λόγω διατάξεις, με την εφαρμογή των οποίων επέρχεται το νομικό αποτέλεσμα της έκπτωσης χωρίς προηγούμενη απόφαση του αρμοδίου υπηρεσιακού συμβουλίου, δεν αντίκεινται , σύμφωνα με πάγια νομολογία στις περί προστασίας της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων συνταγματικές διατάξεις, η δε έκπτωση επιβάλλεται ως δυσμενές διοικητικό μέτρο, ευλόγως, για λόγους δημοσίου συμφέροντος.
Όμως λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόλυση του υπαλλήλου μετά από προηγούμενη ουσιαστική κρίση υπηρεσιακού συμβουλίου είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη, οδηγούμαστε στο ότι, το ως άνω μνημονευόμενο άρθρο πρέπει να ερμηνεύεται στενά και να εφαρμόζεται στα συγκεκριμένα ρητώς αναφερόμενα στο άρθρο 8 του ν. 3528/2007 αδικήματα του ΠΚ.
Περαιτέρω, στις διατάξεις του άρθρου 216 ΠΚ, οι οποίες αποβλέπουν στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητας των έγγραφων συναλλαγών , περιγράφονται δύο αυτοτελή εγκλήματα. Στο πρώτο εδάφιο τυποποιείται το έγκλημα της πλαστογραφίας με την έννοια της κατάρτισης πλαστού εγγράφου ή τη νόθευση γνησίου. Στη δεύτερη παράγραφο τυποποιείται και προβλέπεται η χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου, η οποία στοιχειοθετείται όταν ο υπαίτιος καθιστά προσιτό το πλαστό ή το νοθευμένο έγγραφο σε τρίτο , του οποίου επιδιώκεται η παραπλάνηση σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Ο δράστης τιμωρείται για το εν λόγω αδίκημα είτε όταν είναι τρίτος σε σχέση με τον πλαστογράφο είτε όταν είναι ο πλαστογράφος, αλλά δεν δύνεται, για οποιοδήποτε λόγο να τιμωρηθεί για την πλαστογραφία (ΑΠ 1093/2010 ΝΟΜΟΣ).
Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η αμετάκλητη καταδίκη υπαλλήλου για το αδίκημα της νόθευσης εγγράφου συνεπάγεται την αυτοδίκαιη έκπτωση του από την υπηρεσία, κατ’ εφαρμογή της περίπτωσης α του άρθρου 149 του ν. 3528/2007.
Αντιθέτως, δεν επισύρει την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης η καταδίκη του υπαλλήλου για το αδίκημα της χρήσης νοθευμένου εγγράφου , εφόσον το αδίκημα αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται στα εγκλήματα που περιοριστικά αναφέρονται στην περίπτωση α της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν. 3528/2007 (ad hoc ΝΣΚ 397/2008).
Της Δικηγόρου, Μαρίας – Άννας Κατσιάδα*.
Πηγή: Δικηγόρος – Εργατολόγος
*Η Μαρία – Άννα Κατσιάδα είναι Δικηγόρος, με εξειδίκευση σε θέματα διοικητικού, ιδίως δημοσιοϋπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου, με μεταπτυχιακές σπουδές στον τομέα του δημοσίου δικαίου και πολιτικής επιστήμης, καθώς και συνεργάτης του Δικηγορικού Γραφείου Γιάννης Καρούζος & Συνεργάτες.