Η σταδιακή μεταφορά του ΕΝΦΙΑ σε τοπικό επίπεδο, με αντίστοιχη προσαρμογή των μεταβιβάσεων από την κεντρική κυβέρνηση προς τους ΟΤΑ, αποτελεί μία από τις μεταρρυθμίσεις στις οποίες δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα η κυβέρνηση, καθώς ενισχύει την ανεξαρτησία των δήμων μέσω της αποκέντρωσης πόρων. Υπενθυμίζεται πως το εν λόγω μέτρο εξαγγέλθηκε για πρώτη φορά από τον ίδιο τον πρωθυπουργό τον Σεπτέμβριο του 2018, στο πλαίσιο της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης, ενώ τα τελευταία χρόνια αρκετοί εκπρόσωποι της Αυτοδιοίκησης επιμένουν στην ανάγκη φορολογικής αποκέντρωσης με μεταφορά φόρων ακίνητης περιουσίας στους ΟΤΑ.
Το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής του μέτρου έχει τροποποιηθεί, αρχικά λόγω της υγειονομικής κρίσης και έπειτα λόγω της ενεργειακής, καθώς το οικονομικό επιτελείο σχεδίαζε να ξεκινήσει τη σταδιακή μεταφορά των πόρων από το 2021.
Επί της ουσίας, αυτό που θα αλλάξει είναι ότι οι φόροι που θα καταβάλλουν οι πολίτες θα πηγαίνουν αυτόματα στους οικείους δήμους, ενώ μέρος τους θα παρακρατείται μέσω του μηχανισμού είσπραξης για τους δήμους με λιγότερα ακίνητα και μικρότερες αντικειμενικές, ώστε να μη χάνει κανείς αυτά που δικαιούται.
Η βασική διαφορά της είσπραξης του ΕΝΦΙΑ από τους δήμους σε σχέση με τη χρηματοδότηση μέσω των κεντρικών αυτοτελών πόρων είναι ότι, εφόσον εισπράττουν τον ΕΝΦΙΑ, οι δήμοι θα μπορούν να διαχειρίζονται μια σταθερή χρηματοδότηση χωρίς να εξαρτώνται από την κεντρική διοίκηση, με αποτέλεσμα να κάνουν καλύτερο προγραμματισμό για τα έργα που θέλουν να εκπονήσουν.
Πώς θα λειτουργήσει το μέτρο – Παραμένει η πληρωμή στην ΑΑΔΕ
Ουσιαστικά, οι φόροι που θα καταβάλλουν οι πολίτες θα πηγαίνουν αυτόματα στους οικείους δήμους, ενώ θα παρακρατείται μέσω του μηχανισμού είσπραξης ένα μέρος τους για τους δήμους με λιγότερα ακίνητα και μικρότερες αντικειμενικές αξίες, με στόχο να μη χάνει κανείς αυτά που δικαιούται.
Σύμφωνα με πληροφορίες, θα υπάρξει ένας εξισορροπητικός μηχανισμός για την κατανομή ανά δήμο, ώστε οι δήμοι να παίρνουν συνολικά το ίδιο ποσό που παίρνουν και τώρα, με τους κεντρικούς αυτοτελείς πόρους, αλλά και με την κρατική επιχορήγηση. Για τους φτωχότερους δήμους θα υπάρξει μια διαδικασία βάσει της οποίας οι δήμοι με αυξημένες εισπράξεις ΕΝΦΙΑ θα δίνουν μέρος των δικών τους εισπράξεων μέσω συγκεκριμένων κριτηρίων.
Το σχέδιο πάντως αναφέρει πως μηχανισμός είσπραξης του ΕΝΦΙΑ θα παραμείνει στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, θα εξακολουθήσει δηλαδή να εισπράττεται από το κράτος.
Στόχος της κυβέρνησης είναι να ενισχύσει την ανεξαρτησία των δήμων διά της αποκέντρωσης πόρων, αλλά και να εγγυηθεί το πλαίσιο για την ομαλή μετάβαση και την εποπτεία της λειτουργίας του νέου καθεστώτος την επόμενη μέρα.
Τα «θολά» σημεία που θα προκαλέσουν ανισότητες
Κατά τη μεταφορά του πόρου, κάποιοι δήμοι θα βρεθούν με περισσότερα έσοδα και κάποιοι με λιγότερα. Για να μην προκληθούν μεγάλα προβλήματα στην αρχή θα πρέπει να προβλέπεται (με σύνθετα κριτήρια) εξισορρόπηση (phase out), που για τον πρώτο χρόνο θα καλύπτει τις μεταβολές στο 100%, τον δεύτερο χρόνο στο 70%, τον τρίτο χρόνο στο 35%, ενώ στη συνέχεια θα υπάρξει πλήρης ισορροπία.
Το θέμα έχει εξεταστεί από το Ινστιτούτο Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΙΤΑ), το οποίο σε μελέτη του από τον Νοέμβριο του 2017, έχει καταλήξει ότι, ακόμη και εάν τα έσοδα των δήμων από κρατική χρηματοδότηση και φόρο ακινήτων είναι περίπου ίδια ως σύνολο, «σε επίπεδο δήμων, η αντικατάσταση των ΚΑΠ από τον ΕΝΦΙΑ θα προκαλέσει μεγάλες ανισότητες». Ενα παράδειγμα που προκύπτει από τη μελέτη είναι ότι ο Δήμος Φιλοθέης – Ψυχικού θα υπερπενταπλασιάσει τα έσοδά του (αύξηση 431%), τη στιγμή που ο Δήμος Αγαθονησίου θα μειώσει τα έσοδά του περίπου στο 1/8. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει η μελέτη για τον ακριτικό δήμο: «Σε απόλυτους όρους, τα έσοδά του από ΚΑΠ ανέρχονται σε 1.517 ευρώ/κάτοικο, όταν τα έσοδα από ΕΝΦΙΑ είναι μόνο 179 ευρώ/κάτοικο». Εν ολίγοις, οι δήμοι με υψηλής αξίας ακίνητα εντός των διοικητικών τους ορίων θα βγουν κερδισμένοι από την πρόταση, αντιθέτως αυτοί με χαμηλής αξίας ακίνητα θα «εξαερώσουν» τα έσοδά τους.
Επομένως, σε αντίστοιχες περιπτώσεις, προκειμένου να διατηρήσει τις παρεχόμενες υπηρεσίες σε σταθερό επίπεδο, ο δήμος είτε θα πρέπει να αυξήσει τη φορολογία είτε να εκχωρήσει υπηρεσίες σε ιδιώτες και να απολύσει εργαζομένους, κάτι που επίσης θα οδηγήσει σε αυξημένο κόστος για τους δημότες.
Ωστόσο μένει να διευκρινιστεί με ποιον τρόπο θα αναλάβουν οι δημοτικές υπηρεσίες να συγκεντρώνουν τα έσοδα από τους πολίτες. Επίσης, τι θα συμβεί σε περίπτωση που οι πολίτες κηρύξουν «στάση πληρωμών» λόγω των φοροεπιβαρύνσεων και της ακρίβειας, που έχουν «γονατίσει» τα ελληνικά νοικοκυριά, ενώ ανοίγει και ένα μείζον πολιτικό θέμα, καθώς αυτοί που θα τους «κυνηγούν» θα έχουν πλέον ονοματεπώνυμο, με ό,τι κι αν αυτό σημαίνει για τους κατά τόπους δημάρχους. Μάλιστα, υπάρχουν και δήμοι που έχουν «χρεοκοπήσει», είτε λόγω κακής διαχείρισης είτε γιατί δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στα λειτουργικά τους έξοδα. Εφόσον το σχέδιο τεθεί σε εφαρμογή, θα πρέπει να ξεκαθαρίσει το τι θα συμβεί εάν ένας δήμος εισπράξει τον ΕΝΦΙΑ και χρεοκοπήσει. Θα καλύπτεται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, θα πρέπει να απολύσει εργαζομένους ή θα αναστέλλει τη λειτουργία υπηρεσιών;