Ανάμεικτα σχόλια έχει συγκεντρώσει η εξαγγελία του σημερινού πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, για μεταφορά του ΕΝΦΙΑ στους Δήμους, δηλαδή την μεταφορά της αρμοδιότητας τόσο της είσπραξης αλλά και του καθορισμού του φόρου ακίνητης περιουσίας στην Δημοτική Αυτοδιοίκηση. Παγίως τα τελευταία χρόνια, όποτε και η μνημονιακή «μέγγενη» περιόρισε τα έσοδα των δήμων σε ένα υψηλότατο ποσοστό του 60%, εκπρόσωποι της Αυτοδιοίκησης επιμένουν στην ανάγκη φορολογικής αποκέντρωσης με μεταφορά φόρων ακίνητης περιουσίας στον θεσμό.
Αν και εκ πρώτης όψεως η εξαγγελία του πρωθυπουργού -διατυπώθηκε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 2018 στο πλαίσιο της ΔΕΘ- μοιάζει να ικανοποιεί το σχετικό αίτημα, η πραγματικότητα είναι σχετικά διαφορετική…
Και αυτό γιατί ο σημερινός πρωθυπουργός -εμμέσως πλην σαφώς- εξήγγειλε την μεταφορά του ΕΝΦΙΑ με ταυτόχρονη περικοπή της Κρατικής Χρηματοδότησης που λαμβάνουν οι Δήμοι -Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι (ΚΑΠ)- σχεδόν στο σύνολό της. Τι θα σημάνει αυτό για τους Δήμους, δηλαδή η μεταφορά του ΕΝΦΙΑ με ταυτόχρονο εκμηδενισμό των ΚΑΠ; Η απάντηση έχει δοθεί προ καιρού…
Το θέμα έχει εξεταστεί από το Ινστιτούτο Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΙΤΑ), το οποίο σε μελέτη του (Νοέμβριος 2017 – ολόκληρη η μελέτη ΕΔΩ), έχει καταλήξει ότι ακόμη και εάν τα έσοδα των δήμων από κρατική χρηματοδότηση και φόρο ακινήτων είναι περίπου ίδια ως σύνολο «σε επίπεδο δήμων η αντικατάσταση των ΚΑΠ από τον ΕΝΦΙΑ θα προκαλέσει μεγάλες ανισότητες». Ενα παράδειγμα που προκύπτει από τη μελέτη είναι ότι ο Δήμος Φιλοθέης-Ψυχικού θα υπερ-πενταπλασιάσει τα έσοδά του (αύξηση 431%), τη στιγμή που ο Δήμος Αγαθονησίου θα μειώσει τα έσοδά του περίπου στο 1/8. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει η μελέτη για τον ακριτικό δήμο: «σε απόλυτους όρους, τα έσοδά του από ΚΑΠ ανέρχονται σε 1.517 ευρώ/κάτοικο, όταν τα έσοδα από ΕΝΦΙΑ είναι μόνο 179 ευρώ/κάτοικο». Εν ολίγοις, οι δήμοι με υψηλής αξίας ακίνητα εντός των διοικητικών τους ορίων θα βγουν κερδισμένοι από την πρόταση, αντιθέτως αυτοί με χαμηλής αξίας ακίνητα θα «εξαερώσουν» τα έσοδά τους.
Επομένως, σε αντίστοιχες περιπτώσεις, προκειμένου να διατηρήσει τις παρεχόμενες υπηρεσίες σε σταθερό επίπεδο, ο δήμος είτε θα πρέπει να αυξήσει τη φορολογία είτε να εκχωρήσει υπηρεσίες σε ιδιώτες και να απολύσει εργαζομένους, κάτι που επίσης θα οδηγήσει σε αυξημένο κόστος για τους δημότες. Οπως και να έχει, θα διευρυνθούν οι ανισότητες μεταξύ των δημοτών σε βάρος κυρίως αυτών της περιφέρειας.
Δείτε, σύμφωνα με την μελέτη, ποιοι Δήμοι αναμένεται να αυξήσουν έσοδα και ποιοι να έχουν μειωμένα έσοδα:
«Καμπανάκι» για τις επιπτώσεις της εξαγγελίας Μητσοτάκη είχε κρούσει και η ΚΕΔΕ τον περασμένο Σεπτέμβριο, προειδοποιώντας ότι «δεν πρέπει αντικατασταθούν οι πόροι που σήμερα δίνονται στους Δήμους μέσω των Κ.Α.Π. από τους πόρους που θα προέρχονται από τη φορολογία των ακινήτων (κι όχι μόνον τον ΕΝΦΙΑ), γιατί αυτό θα έχει καταστροφικές συνέπειες για πολλούς Δήμους, κυρίως της περιφέρειας, αφού δεν θα μπορούν να έχουν τα απαραίτητα έσοδα που χρειάζονται για τη λειτουργία τους μόνον από τη συγκεκριμένη πηγή».
Υπενθυμίζεται ότι από πέρυσι, οπότε και άνοιξε η σχετική συζήτηση, η ΝΔ -ως αξιωματική αντιπολίτευση τότε- δεσμεύθηκε για την λειτουργία ενός μηχανισμού εξισορρόπησης, προκειμένου να αμβλυνθούν οι διαφαινόμενες ανισότητες. Περαιτέρω λεπτομέρειες για τον τρόπο λειτουργίας του εν λόγω μηχανισμού αναμένονται έως και σήμερα να γίνουν γνωστές – εάν όντως έχει «ωριμάσει» στο επιτελείο της σημερινής κυβέρνησης η συγκεκριμένη πρόταση. Σύμφωνα πάντως με την κυβέρνηση, η μεταφορά του ΕΝΦΙΑ στους Δήμους σχεδιάζεται να γίνει από το 2021 και μετά, προκειμένου να προηγηθεί η κατάλληλη προεργασία και να εφαρμοστεί με λειτουργικό τρόπο.
Νεοφιλελεύθερη αφετηρία
«Έμπνευση» για την συγκεκριμένη πρόταση φαίνεται ότι αποτέλεσε για τον Κυριάκο Μητσοτάκη μια παλαιότερη -του Σεπτεμβρίου του 2014- εξαγγελίας της (νεοφιλελεύθερης) «Δράσης», πολιτικό κόμμα που πλέον έχει ενσωματωθεί στη ΝΔ. Σε προ πέντε ετών σχετική ανακοίνωση, ο τότε επικεφαλής της «Δράσης» -και σημερινός υφυπουργός Οικονομικών αρμόδιος για την Δημοσιονομική Πολιτική»- Θεόδωρος Σκυλακάκης εξέφραζε την θέση του ως εξής:
«Μετατροπή της φορολογίας της ακίνητης περιουσίας σε ανταποδοτικό τέλος υπέρ των Δήμων, με ταυτόχρονη κατάργηση της χρηματοδότησης των Δήμων από τον προϋπολογισμό. Έτσι θα ενισχυθεί η ανεξαρτησία των Δήμων και θα υπάρχει λογοδοσία για την οικονομική τους διαχείριση. Ενώ ο ίδιος ο πρωθυπουργός (σ.σ. αναφερόταν τότε στον Αντώνη Σαμαρά) έχει εδώ και έναν χρόνο αποδεχθεί την ορθότητα της πρότασης, η υλοποίηση παραπέμφθηκε στις ελληνικές καλένδες. Αντιθέτως, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στους πολίτες και στην οικονομία και σε μία προσπάθεια να εξασφαλίσει όσα της λείπουν για τη συντήρηση του πελατειακού κράτους, η κυβέρνηση διατηρεί τον ΕΝΦΙΑ με παράλογα μπαλώματα: για παράδειγμα, ενώ ο φόρος αφορά τη φετινή κατάσταση της περιουσίας, αντί να παρέχει έκπτωση σε αυτούς που φέτος δεν έχουν εισόδημα από τα ακίνητά τους και πλήρωσαν φόρο πέρυσι, παρέχει έκπτωση σε αυτούς που είχαν πέρυσι μη ηλεκτροδοτούμενο ακίνητο και δεν πλήρωσαν φόρο αλλά φέτος μπορεί να έχουν εισόδημα από αυτό!»
Η ουσία της πρότασης της «Δράσης» φαίνεται να υιοθετείται πλήρως από τον σημερινό πρωθυπουργό.
Τα αναπάντητα ερωτήματα
Αν και η σχετική συζήτηση έχει ανοίξει το τελευταίο έτος, υπάρχουν ακόμα σημεία που χρήζουν διευκρίνησης από την σημερινή κυβέρνηση. Μερικά από αυτά είναι:
- Πώς θα «στηθεί» ο μηχανισμός είσπραξης; Θα αναλάβουν οι δημοτικές υπηρεσίες να συγκεντρώνουν τα έσοδα από τους πολίτες που έχουν υποστεί ουκ ολίγες φορο-επιβαρύνσεις τα τελευταία χρόνια; Κι άρα το πολιτικό κόστος θα μεταφερθεί από το (απρόσωπο) Κράτος στους αιρετούς, δηλαδή τους δημάρχους και τους δημοτικούς συμβούλους;
- Πώς θα διασφαλιστεί η είσπραξη του φόρου στα σημερινά επίπεδα; Αν οι πολίτες κηρύξουν «στάση πληρωμών» λόγω φορο-επιβαρύνσεων, πώς θα ισορροπεί η κατάσταση σχετικά με τα οικονομικά του Δήμου – με τον προϋπολογισμό να είναι υποχρεωτικά ισοσκελισμένος;
- Υπάρχουν Δήμοι που έχουν «χρεοκοπήσει», είτε λόγω κακής διαχείρισης είτε γιατί δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στα λειτουργικά τους έξοδα. Αν ένας δήμος εισπράξει τον ΕΝΦΙΑ και χρεοκοπήσει τι θα συμβεί; Θα καλύπτεται από τον κρατικό προϋπολογισμό; Θα πρέπει να απολύουν εργαζόμενους ή θα αναστέλλουν υπηρεσίες;