Γιάννης Κιμπουρόπουλος
Το Δικαστήριο της Ε.Ε. καλείται να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Εφετείου Αθήνας για το αν είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο και την Οδηγία 1999/70/ΕΚ η διακριτική εις βάρος τους μισθολογική μεταχείριση, αλλά και η απαράδεκτη σχέση εργασίας «μίσθωσης έργου» με την οποία απασχολούνται περίπου 9.500 σχολικές καθαρίστριες.Mια υπόθεση που μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά πάνω από 9.000 σχολικές καθαρίστριες/στές, που εξακολουθούν να απασχολούνται με το άθλιο καθεστώς της μίσθωσης έργου, θα απασχολήσει το προσεχές διάστημα το Ευρωδικαστήριο. Την Τρίτη εισήχθη στο Δικαστήριο της Ε.Ε. υπόθεση «κατά του ελληνικού Δημοσίου» που αφορά τη διακριτική μισθολογική μεταχείριση σε βάρος πρώην σχολικών καθαριστριών/στών.
Πρόκειται για προσφυγή τεσσάρων εργαζομένων οι οποίοι μεταξύ 2006 και 2007 πέρασαν μεν από το καθεστώς της «μίσθωσης έργου» σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, βάσει του περίφημου διατάγματος Παυλόπουλου (164/2004), αλλά με χαμηλότερες αμοιβές από άλλους συναδέλφους τους καθώς το Δημόσιο δεν αναγνωρίζει την προϋπηρεσία τους, από το 2001, με «μίσθωση έργου» ως εξαρτημένη εργασία.
Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση του προβληματικού τρόπου με τον οποίο το ελληνικό Δημόσιο εφαρμόζει τυπικά μόνο την ευρωπαϊκή Οδηγία 1999/70/ΕΚ που απαγορεύει την κατάχρηση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, αν και την παραβιάζει συστηματικά.
Στην περίπτωση των περίπου 9.500 σχολικών καθαριστριών η παραβίαση γίνεται κραυγαλέα, αφού παρά τις κινητοποιήσεις και τις δικαστικές προσφυγές τους, στην τεράστια πλειονότητα παραμένουν στο καθεστώς της μίσθωσης έργου, με συμβάσεις που διακόπτονται με τη λήξη κάθε σχολικού έτους και ανανεώνονται με την έναρξή του και με αμοιβές που καθορίζονται με βάση τον αριθμό των σχολικών αιθουσών, παρότι καθαρίζουν όλους τους χώρους των σχολικών μονάδων.
Το μόνο που έχει αλλάξει σε αυτό το απαράδεκτο καθεστώς είναι η μεταφορά της αρμοδιότητας της πρόσληψης απευθείας στους δήμους- μέχρι τον περασμένο Οκτώβριο τυπικά εργοδότης ήταν το υπουργείο Παιδείας, μέσω του ΙΝΕΔΙΒΙΜ που κατέβαλλε τις αμοιβές τους ανά 3-4 μήνες-, εξέλιξη διπλά επιβαρυντική: για μεν τις σχολικές καθαρίστριες ενισχύεται η «ομηρία» τους από την εκάστοτε δημοτική αρχή, για δε τους δήμους προστίθεται ένα σημαντικό κόστος στους προϋπολογισμούς τους.
Οι δύο αποφάσεις
Το ενδιαφέρον της υπόθεσης που καλείται να εξετάσει το Ευρωδικαστήριο είναι ότι οι τέσσερις πρώην σχολικές καθαρίστριες είχαν κερδίσει τη δικαστική τους προσφυγή κατά του Δημοσίου στον δεύτερο βαθμό.
Το Εφετείο Αθήνας έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή τους αναγνωρίζοντας ότι α) πράγματι ο χαρακτηρισμός της σχέσης εργασίας τους ως «μίσθωσης έργου» έγινε καταχρηστικά και υπέκρυπτε σχέσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με τις οποίες καλύπτονταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και β) το Δημόσιο οφείλει να καταβάλει αναδρομικά για το διάστημα 2001 έως 2008 τις διαφορές αποδοχών συγκριτικά με τις νόμιμες αποδοχές για αντίστοιχους εργαζομένους στα σχολικά κτίρια, όπου πράγματι απασχολείται κι ένας σχετικά μικρός αριθμός καθαριστριών αορίστου χρόνου με αποδοχές ανάλογες με όλων των δημοσίων υπαλλήλων.
Ωστόσο, ο Αρειος Πάγος, στον οποίο προσέφυγε το Δημόσιο (το 2016), αλλά και οι εργαζόμενοι, ανέτρεψε αυτή την απόφαση, θεωρώντας νόμιμη την απασχόληση με μίσθωση έργου, αφού οι εργαζόμενοι «εν γνώσει τους παρείχαν μ’ αυτή τη σχέση εργασία που καλύπτει πάγιες ανάγκες» και συμβατή με την ευρωπαϊκή Οδηγία 1999/70. Οπως μάλιστα σημειώνει η πλευρά των εργαζομένων, το ανώτατο δικαστήριο αγνόησε πλήρως τη ρήτρα 4 της Οδηγίας που απαγορεύει κάθε διακριτική μεταχείριση στις αμοιβές και άλλες διαστάσεις της εργασιακής σχέσης.
Καθώς η υπόθεση επέστρεψε στο Εφετείο Αθήνας, το δικαστήριο -μπροστά στην τεράστια αντίφαση ανάμεσα στο κοινοτικό δίκαιο και την απόφαση του Α.Π.- έστειλε στο Ευρωδικαστήριο δύο προδικαστικά ερωτήματα:
Αν είναι σύμφωνη με την Οδηγία 1999/70/ΕΚ η ρύθμιση που επιβάλλει τη διακριτική μισθολογική μεταχείριση σε βάρος εργαζομένων με ορισμένου χρόνου συμβάσεις σε σχέση με τους αορίστου χρόνου, με μοναδικό κριτήριο διαφοροπoίησης ότι η σύμβασή τους χαρακτηρίζεται από τον εργοδότη ή τον νόμο σύμβαση έργου.
Αν είναι σύμφωνη με την Οδηγία η διάταξη με την οποία δικαιολογείται η διακριτική μισθολογική μεταχείριση εργαζομένων επειδή παρείχαν την εργασία τους με ορισμένου χρόνου συμβάσεις, «εν γνώσει ότι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη».
Στη διατύπωση των προδικαστικών ερωτημάτων είναι προφανής η ισχυρή αμφισβήτηση από το δικαστήριο της θέσης του Αρείου Πάγου, που γίνεται εμφανέστερη στον τρόπο που το Εφετείο Αθήνας απογυμνώνει τη σχέση εργασίας από το καμουφλάζ της σύμβασης έργου: «Οι ενάγοντες εργάζονταν υπό συνθήκες εξηρτημένης εργασίας, υποκείμενοι δηλαδή στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη τους (ελληνικού Δημοσίου), οι εκπρόσωποι του οποίου καθόριζαν τον τόπο, χρόνο και τρόπο παροχής της εργασίας τους. Οι δε σχετικές εντολές που έδιναν αυτοί ήταν δεσμευτικές».
Πρακτικά, το Ευρωδικαστήριο καλείται να αξιολογήσει το σύνολο αυτής της απαράδεκτης εργασιακής σχέσης που εδώ και δεκαετίες διατηρεί το Δημόσιο για χιλιάδες εργαζόμενες στα σχολεία. Αν αποφανθεί υπέρ τους -όπως πρόσφατα έκανε με εργαζομένους στην καθαριότητα των δήμων- αυτό μπορεί να δρομολογήσει εξελίξεις για τις σχολικές καθαρίστριες, τουλάχιστον στο νομικό-δικαστικό πεδίο.
https://www.efsyn.gr/
Το Δικαστήριο της Ε.Ε. καλείται να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Εφετείου Αθήνας για το αν είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο και την Οδηγία 1999/70/ΕΚ η διακριτική εις βάρος τους μισθολογική μεταχείριση, αλλά και η απαράδεκτη σχέση εργασίας «μίσθωσης έργου» με την οποία απασχολούνται περίπου 9.500 σχολικές καθαρίστριες.Mια υπόθεση που μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά πάνω από 9.000 σχολικές καθαρίστριες/στές, που εξακολουθούν να απασχολούνται με το άθλιο καθεστώς της μίσθωσης έργου, θα απασχολήσει το προσεχές διάστημα το Ευρωδικαστήριο. Την Τρίτη εισήχθη στο Δικαστήριο της Ε.Ε. υπόθεση «κατά του ελληνικού Δημοσίου» που αφορά τη διακριτική μισθολογική μεταχείριση σε βάρος πρώην σχολικών καθαριστριών/στών.
Πρόκειται για προσφυγή τεσσάρων εργαζομένων οι οποίοι μεταξύ 2006 και 2007 πέρασαν μεν από το καθεστώς της «μίσθωσης έργου» σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, βάσει του περίφημου διατάγματος Παυλόπουλου (164/2004), αλλά με χαμηλότερες αμοιβές από άλλους συναδέλφους τους καθώς το Δημόσιο δεν αναγνωρίζει την προϋπηρεσία τους, από το 2001, με «μίσθωση έργου» ως εξαρτημένη εργασία.
Πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση του προβληματικού τρόπου με τον οποίο το ελληνικό Δημόσιο εφαρμόζει τυπικά μόνο την ευρωπαϊκή Οδηγία 1999/70/ΕΚ που απαγορεύει την κατάχρηση των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, αν και την παραβιάζει συστηματικά.
Στην περίπτωση των περίπου 9.500 σχολικών καθαριστριών η παραβίαση γίνεται κραυγαλέα, αφού παρά τις κινητοποιήσεις και τις δικαστικές προσφυγές τους, στην τεράστια πλειονότητα παραμένουν στο καθεστώς της μίσθωσης έργου, με συμβάσεις που διακόπτονται με τη λήξη κάθε σχολικού έτους και ανανεώνονται με την έναρξή του και με αμοιβές που καθορίζονται με βάση τον αριθμό των σχολικών αιθουσών, παρότι καθαρίζουν όλους τους χώρους των σχολικών μονάδων.
Το μόνο που έχει αλλάξει σε αυτό το απαράδεκτο καθεστώς είναι η μεταφορά της αρμοδιότητας της πρόσληψης απευθείας στους δήμους- μέχρι τον περασμένο Οκτώβριο τυπικά εργοδότης ήταν το υπουργείο Παιδείας, μέσω του ΙΝΕΔΙΒΙΜ που κατέβαλλε τις αμοιβές τους ανά 3-4 μήνες-, εξέλιξη διπλά επιβαρυντική: για μεν τις σχολικές καθαρίστριες ενισχύεται η «ομηρία» τους από την εκάστοτε δημοτική αρχή, για δε τους δήμους προστίθεται ένα σημαντικό κόστος στους προϋπολογισμούς τους.
Οι δύο αποφάσεις
Το ενδιαφέρον της υπόθεσης που καλείται να εξετάσει το Ευρωδικαστήριο είναι ότι οι τέσσερις πρώην σχολικές καθαρίστριες είχαν κερδίσει τη δικαστική τους προσφυγή κατά του Δημοσίου στον δεύτερο βαθμό.
Το Εφετείο Αθήνας έκανε δεκτή εν μέρει την αγωγή τους αναγνωρίζοντας ότι α) πράγματι ο χαρακτηρισμός της σχέσης εργασίας τους ως «μίσθωσης έργου» έγινε καταχρηστικά και υπέκρυπτε σχέσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με τις οποίες καλύπτονταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και β) το Δημόσιο οφείλει να καταβάλει αναδρομικά για το διάστημα 2001 έως 2008 τις διαφορές αποδοχών συγκριτικά με τις νόμιμες αποδοχές για αντίστοιχους εργαζομένους στα σχολικά κτίρια, όπου πράγματι απασχολείται κι ένας σχετικά μικρός αριθμός καθαριστριών αορίστου χρόνου με αποδοχές ανάλογες με όλων των δημοσίων υπαλλήλων.
Ωστόσο, ο Αρειος Πάγος, στον οποίο προσέφυγε το Δημόσιο (το 2016), αλλά και οι εργαζόμενοι, ανέτρεψε αυτή την απόφαση, θεωρώντας νόμιμη την απασχόληση με μίσθωση έργου, αφού οι εργαζόμενοι «εν γνώσει τους παρείχαν μ’ αυτή τη σχέση εργασία που καλύπτει πάγιες ανάγκες» και συμβατή με την ευρωπαϊκή Οδηγία 1999/70. Οπως μάλιστα σημειώνει η πλευρά των εργαζομένων, το ανώτατο δικαστήριο αγνόησε πλήρως τη ρήτρα 4 της Οδηγίας που απαγορεύει κάθε διακριτική μεταχείριση στις αμοιβές και άλλες διαστάσεις της εργασιακής σχέσης.
Καθώς η υπόθεση επέστρεψε στο Εφετείο Αθήνας, το δικαστήριο -μπροστά στην τεράστια αντίφαση ανάμεσα στο κοινοτικό δίκαιο και την απόφαση του Α.Π.- έστειλε στο Ευρωδικαστήριο δύο προδικαστικά ερωτήματα:
Αν είναι σύμφωνη με την Οδηγία 1999/70/ΕΚ η ρύθμιση που επιβάλλει τη διακριτική μισθολογική μεταχείριση σε βάρος εργαζομένων με ορισμένου χρόνου συμβάσεις σε σχέση με τους αορίστου χρόνου, με μοναδικό κριτήριο διαφοροπoίησης ότι η σύμβασή τους χαρακτηρίζεται από τον εργοδότη ή τον νόμο σύμβαση έργου.
Αν είναι σύμφωνη με την Οδηγία η διάταξη με την οποία δικαιολογείται η διακριτική μισθολογική μεταχείριση εργαζομένων επειδή παρείχαν την εργασία τους με ορισμένου χρόνου συμβάσεις, «εν γνώσει ότι καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη».
Στη διατύπωση των προδικαστικών ερωτημάτων είναι προφανής η ισχυρή αμφισβήτηση από το δικαστήριο της θέσης του Αρείου Πάγου, που γίνεται εμφανέστερη στον τρόπο που το Εφετείο Αθήνας απογυμνώνει τη σχέση εργασίας από το καμουφλάζ της σύμβασης έργου: «Οι ενάγοντες εργάζονταν υπό συνθήκες εξηρτημένης εργασίας, υποκείμενοι δηλαδή στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη τους (ελληνικού Δημοσίου), οι εκπρόσωποι του οποίου καθόριζαν τον τόπο, χρόνο και τρόπο παροχής της εργασίας τους. Οι δε σχετικές εντολές που έδιναν αυτοί ήταν δεσμευτικές».
Πρακτικά, το Ευρωδικαστήριο καλείται να αξιολογήσει το σύνολο αυτής της απαράδεκτης εργασιακής σχέσης που εδώ και δεκαετίες διατηρεί το Δημόσιο για χιλιάδες εργαζόμενες στα σχολεία. Αν αποφανθεί υπέρ τους -όπως πρόσφατα έκανε με εργαζομένους στην καθαριότητα των δήμων- αυτό μπορεί να δρομολογήσει εξελίξεις για τις σχολικές καθαρίστριες, τουλάχιστον στο νομικό-δικαστικό πεδίο.
https://www.efsyn.gr/