Εγκύκλιο σχετικά με τα διοικητικά μέτρα της αργίας και της έκπτωσης, τα οποία επιβάλλονται στους αιρετούς εκπροσώπους της αυτοδιοίκησης (περιφερειάρχες, αντιπεριφερειάρχες, δημάρχους, δημοτικούς και περιφερειακούς συμβούλους, προέδρους κοινοτήτων και μέλη συμβουλίων κοινοτήτων) σύμφωνα με τα άρθρα 236 και 236Α του ν. 3852/2010, εξέδωσε το υπουργείο Εσωτερικών.
Σύμφωνα με την εγκύκλιο τα μέτρα επιβάλλονται κατά δέσμια αρμοδιότητα του αρμόδιου κρατικού οργάνου (εν προκειμένω και μέχρι την έναρξη λειτουργίας της Αυτοτελούς Υπηρεσίας Εποπτείας Ο.Τ.Α.2, του Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, εφεξής: «Γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης», χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα περαιτέρω εξέτασης και δικής του εκτίμησης επί των στοιχείων της διαδικασίας αυτής.
Στην εγκύκλιο διευκρινίζεται ότι «τα διοικητικά μέτρα της αργίας και της έκπτωσης σύμφωνα με τα άρθρα 236 και 236Α του ν. 3852/2010 δε συνιστούν ποινική κύρωση ή πειθαρχική ποινή κατά τα άρθρα 233 και 234 του ιδίου νόμου- και επομένως δεν απαιτείται διαδικασία ενώπιον πειθαρχικού οργάνου, ενώ δεν είναι επιβεβλημένη η τήρηση του προβλεπόμενου από τις διατάξεις του άρθρου 20 παρ. 2 του Συντάγματος και του άρθρου 6, παρ. 1 του ν.2690/1999 τύπου της προηγούμενης ακρόασης».
Η θέση σε αργία, βάσει του άρθρου 236Α του ν. 3852/ 2010, όπως ισχύει, επιβάλλεται στους αιρετούς εκπροσώπους της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης στις εξής περιπτώσεις:
i. έκδοσης τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου, για τα πλημμελήματα9 που αναφέρονται περιοριστικά στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 236 του ν. 3852/2010 και τα οποία είναι τα εξής: παραχάραξη (κιβδηλεία), πλαστογραφία, ψευδή βεβαίωση, δωροδοκία, εκβίαση, κλοπή, υπεξαίρεση, απιστία, απάτη, καταπίεση, αιμομιξία, σωματεμπορία, παράνομη διακίνηση αλλοδαπών, παράβαση της νομοθεσίας για την καταπολέμηση των ναρκωτικών, λαθρεμπορία καθώς και για παράβαση καθήκοντος, εφόσον κατά τη διάπραξη του τελευταίου αυτού ΣτΕ 788/2014, σκέψη 6, στην οποία αναφέρεται ότι: «Ειδικότερα το εν λόγω μέτρο επιβάλλεται
δυνάμει διατάξεων διοικητικής φύσεως και δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 7 παράγραφος 1 του Συντάγματος και 7 παράγραφος 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτον του ν.δ. 53/1974, φ. 256), δεδομένου ότι με το μέτρο αυτό δεν τιμωρείται κατ’ ουσίαν εγκληματική πράξη, με σκοπό την διασφάλιση της γενικότερης νομικής, ηθικής και κοινωνικής αποδοκιμασίας της συμπεριφοράς του εν λόγω αιρετού άρχοντα, αλλά εξυπηρετείται το προαναφερθέν δημόσιο συμφέρον, ενώ το μέτρο αυτό δεν συνιστά στέρηση ή περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας που ισοδυναμεί με στερητική της ελευθερίας ποινή του ποινικού δικαίου εν όψει της σφοδρότητας της στερήσεως ή του περιορισμού της προσωπικής ελευθερίας και της χρονικής διάρκειάς της (βλ. ΣτΕ 3262/2012, 519/2010, 1536/2007 επταμ. και απόφαση ΕΔΔΑ της 23ης.8.2011 Βαγενάς κατά Ελλάδας)».
Σύμφωνα με το άρθρο 18 του ΠΚ, οι αξιόποινες πράξεις διακρίνονται σε κακουργήματα και πλημμελήματα. Κάθε πράξη που τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη είναι κακούργημα.
Κάθε πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση ή περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων ή μόνο με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας είναι πλημμέλημα. Επισημαίνεται ότι με τον Νέο Ποινικό Κώδικα το άρθρο 349 του ΠΚ, περί μαστροπείας, τροποποιήθηκε και τιμωρείται μόνο ως κακούργημα, το άρθρο 351 του ΠΚ περί σωματεμπορίας ενοποιείται με το άρθρο 323 Α του ΠΚ περί
εμπορίας ανθρώπων, το άρθρο 207 του ΠΚ περί παραχάραξης μετονομάζεται σε παραχάραξη νομίσματος και άλλων μέσων πληρωμής τιμωρείται ως πλημμέλημα βάσει της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, το άρθρο 209 του ΠΚ περί κιβδηλείας καταργείται, το άρθρο 244 του ΠΚ περί καταπίεσης μετονομάζεται σε παράνομη βεβαίωση ή είσπραξη δικαιωμάτων του Δημοσίου και το άρθρο 345 του ΠΚ περί αιμομιξίας μετονομάζεται σε γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών. αδικήματος προκαλείται οικονομική βλάβη στο δήμο10, στην περιφέρεια ή
στα νομικά τους πρόσωπα. Η καταδίκη για απόπειρα τέλεσης πλημμελήματος επισύρει, κατ’ αντιστοιχία των οικείων προϋποθέσεων, το
διοικητικό μέτρο της αργίας αιρετών οργάνων των Ο.Τ.Α.
ii. έκδοσης πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης για κακούργημα.
iii. αμετάκλητης13 παραπομπής για κακούργημα, εφόσον έχουν επιβληθεί σε βάρος του αιρετού περιοριστικοί όροι ή προσωρινή κράτηση.
Διοικητικό μέτρο έκπτωσης
Οι αιρετοί της αυτοδιοίκησης εκπίπτουν αυτοδίκαια από το αξίωμά τους στις περιπτώσεις:
– θέσης σε δικαστική συμπαράσταση με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.
– στέρησης των πολιτικών τους δικαιωμάτων26 με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.
– καταδίκης με αμετάκλητη δικαστική απόφαση ως αυτουργοί ή συμμέτοχοι σε κακούργημα ή σε οποιαδήποτε ποινή για τα εξής αδικήματα:
παραχάραξη,
κιβδηλεία,
πλαστογραφία,
ψευδή βεβαίωση,
δωροδοκία,
εκβίαση,
κλοπή,
υπεξαίρεση,
απιστία,
απάτη,
καταπίεση,
αιμομιξία,
μαστροπεία,
σωματεμπορία,
παράνομη διακίνηση αλλοδαπών,
παράβαση της νομοθεσίας για την καταπολέμηση των ναρκωτικών, τη λαθρεμπορία,
καθώς και για παράβαση καθήκοντος, εφόσον κατά τη διάπραξη του τελευταίου αυτού αδικήματος
Σημειώνεται ότι με τον νέο ΠΚ καταργήθηκε από τις παρεπόμενες ποινές η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων και παραμένει η αποστέρηση θέσεων και αξιωμάτων. Ειδικότερα, η παρ. 1 του αρ. 60 του νέου ΠΚ ορίζει ότι «Αν ο υπαίτιος καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει αποστέρηση της δημόσιας θέσης ή του δημόσιου ή αυτοδιοικητικού αξιώματος που κατέχει, εφόσον η πράξη του συνιστά βαριά παράβαση των καθηκόντων του», ενώ η παρ, 2 ορίζει ότι «Η αποστέρηση επέρχεται μόλις η απόφαση γίνει αμετάκλητη». Στις περιπτώσεις αυτές ο Γραμματέας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης δεν εκδίδει αντίστοιχη πράξη έκπτωσης του αιρετού.
Η καταδίκη για απόπειρα τέλεσης αδικήματος επιφέρει, επίσης, την επιβολή του διοικητικού μέτρου της έκπτωσης (ΣτΕ3361/2010).
Δείτε αναλυτικά την εγκύκλιο: